Υπό Δημητρίου Π. Λυκούδη
Θεολόγου – Φιλολόγου, Υπ Δρος Παν/μίου Αθηνών
Τα
προσωπικά μου Κιμιντένια1 αναδύονταν καθ΄ εκάστην που ανασκάλευα τα
θυλάκια της μνήμης μου και πορευόμουν στην απεραντοσύνη της Θείας Αγάπης ,
αναζητώντας διαπύρως και διακαώς επαρωγόν να προσδώσει ευμενώς παραμυθία και
χώρο στην ερημοσύνη των περιπλανήσεών μου. «Ἔξερρε γαίας» αφουγκραζόμουν επάνωθεν την προτροπή και ως άλλος Στέντορας2 αναζητούσα το γνώμα , τη βεβαιότητα , το γλύφανον να σμιλεύσω
και ν΄ απεμπολήσω τη θωπεία και τα κοράσια του Αχελώου και της Καλλιόπης3 που
μου ψιθύριζαν «Οὔπω καιρός».