Γεννήθηκε στὴ Δημητσάνα τῆς Ἀρκαδίας τὸ 1745 ἀπὸ φτωχοὺς γονεῖς, τὸν Ἰωάννη Ἀγγελόπουλο καὶ τὴν Ἀσημίνα τὸ γένος Παναγιωτόπουλου.
Τὸ πρῶτο του ὄνομα ἦταν Γεώργιος. Ἔμαθε τὰ πρῶτα του γράμματα στὴ Δημητσάνα ἀπὸ τὸν διδάσκαλο Ιερομόναχο Μελέτιο, θεῖο καὶ ἀνάδοχο αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τὸν Ἱερομόναχο Ἀθανάσιο Ῥουσόπουλο. Κατόπιν, στὰ εἴκοσί του χρόνια, πῆγε στὴν Ἀθήνα καὶ μαθήτευσε γιὰ δυὸ χρόνια κοντὰ στὸν μεγάλο διδάσκαλο Δημήτριο Βόδα.
Ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, τὸ 1767, πῆγε στὴ Σμύρνη καὶ παράμεινε κοντὰ στὸν θεῖο του Ἐκκλησιάρχη Μελέτιο, παρακολουθῶντας μαθήματα στὴν Εὐαγγελικὴ Σχολή. Στὴ συνέχεια ἔφυγε γιὰ τὴν Πάτμο, ὅπου ἄκουσε μαθήματα φιλοσοφικῆς ἀπὸ τὸν Δανιὴλ τὸν Κεραμέα. Ἀπὸ τὴν Πάτμο, πῆγε γιὰ λίγο σὲ κάποια Μονὴ τῶν Στροφάδων, ὅπου ἐκάρη μοναχός με τὸ ὄνομα Γρηγόριος καὶ ξαναγύρισε στὴν Πάτμο. Κατόπιν, ὁ Μητροπολίτης Σμύρνης Προκόπιος (ποὺ ἦταν Μεσσήνιος), τὸν κάλεσε καὶ τὸν χειροτόνησε ἀρχιδιάκονό του.
Ὅταν ἀργότερα ἔγινε Πρεσβύτερος, ἦλθε στὴ Δημητσάνα καὶ ἔδωσε διὰ τοῦ
διδασκάλου Ἀγαπίου Λεονάρδου 1500 γρόσια, προκειμένου νὰ γίνουν δωμάτια γιὰ τὴν στέγαση τῶν ἀπόρων σπουδαστῶν καὶ ἔπειτα ἐπέστρεψε στὴ Σμύρνη. Στὶς 19 Αὐγούστου 1785 ἐξελέγη οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ ἐνθρονίστηκε τὴν 9η Μαΐου τοῦ ίδιου χρόνου. Στὸν Πατριαρχικὸ Θρόνο ἔμεινε μέχρι τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1798. Ἐπέδειξε ζῆλο καὶ δραστηριότητα γιὰ τὴν ἀνύψωση τῆς παιδείας τοῦ Γένους καὶ τὴν παγίωση τοῦ θρησκευτικοῦ φρονήματός του. Ἀνακαίνισε τὰ κτίρια τοῦ Πατριαρχείου, ἵδρυσε μεγάλο τυπογραφεῖο, ποὺ ἐξέδιδε κοινωφελῆ συγγράμματα, ἕνα ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἡ Κιβωτὸς τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας. Θεωρήθηκε ἀπὸ τὴν Πύλη ἀνίκανος νὰ διατηρήσει τὴν ὑποταγὴ τῶν λαῶν κάτω ἀπὸ τὸν τούρκικο ζυγό, καθαιρέθηκε τὸν Δεκέμβριο 1798 καὶ ἐξορίστηκε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου παρέμεινε μέχρι τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1806, γενόμενος διδάσκαλος καὶ σύμβουλος τῶν μοναχῶν.
Ἐπὶ Σουλτάνου Σελήμ, ἀνακλήθηκε στὸν Πατρ. Θρόνο (Σεπτέμβριος 1806) καὶ παρέμεινε μέχρι τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1808. Κατὰ τὴν δεύτερη Πατριαρχία του, ὁ Γρηγόριος ἀπελάθηκε καὶ πάλι τοῦ Π.Θρόνου. Πῆγε αυτή τη φορά στὴν Πριγκηπόνησο σὰν ἐξόριστος, ἀσχολήθηκε μὲ διάφορες μελέτες καὶ ἔπειτα πῆγε πάλι στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Στὶς 14-12-1818 κλήθηκε γιὰ τρίτη φορὰ ὁ Γρηγόριος στὸν Οἰκουμενικὸ θρόνο, ὅπου παρέμεινε μέχρι 10 Ἀπριλίου 1821. Κατὰ τὴν τρίτη αὐτὴ πατριαρχία του, ἵδρυσε «κιβώτιον ἐλέους», ἀναδιοργάνωσε τὸ Πατριαρχικὸ τυπογραφεῖο καὶ μερίμνησε γιὰ τὴν ἀνόρθωση τῆς παιδείας, ποὺ τότε κινδύνευε ἀπὸ νεωτερίζοντα, ισχυρά για την εποχή, φιλοσοφικὰ ῥεύματα. Μετὰ τὴν ἔναρξη τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως καὶ τὸν θάνατο πολλῶν Ἑλλήνων ἐπισήμων, καὶ προβλέποντας τὸ δικό του θάνατο νὰ πλησιάζει, ὁ Γρηγόριος ἔμενε ἀτάραχος, ἀπτόητος καὶ πιστὸς στὸ ποιμαντικό του καθῆκον, ἀποκρούοντας τὶς συνεχεῖς συστάσεις τῆς Ῥῶσικης πρεσβείας, καθὼς καὶ τῶν ὁμογενῶν προκρίτων στὴν Κωνσταντινούπολη, νὰ δραπετεύσει ἀπὸ ἀσφαλῆ δρόμο γιὰ τὸ καλό του Ἔθνους.
Μετὰ τὴν τέλεση τῆς Πασχαλινῆς θείας Λειτουργίας, καὶ κατὰ τὴν 10η πρωινή, συνελήφθη μέσα στὸ Πατριαρχεῖο ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Οἱ δήμιοι τὸν ὁδήγησαν στὶς φυλακές, ὅπου τὸν ὑπέβαλαν σὲ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ τὸν πίεζαν νὰ δεχτεῖ τὸν Ἰσλαμισμό. Ὁ Πατριάρχης ἀπάντησε: «Μάταια κοπιάζετε. Ὁ Πατριάρχης τῶν Χριστιανῶν, Χριστιανὸς γεννήθηκε καὶ Χριστιανὸς θὰ πεθάνει». Τότε τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τὸν ὁδήγησαν δεμένο στὴν ἀποβάθρα τοῦ Φαναριοῦ. Ἐκεῖ ὁ Γρηγόριος γονάτισε, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ περίμενε τὸν ἀποκεφαλισμό του. Ἀλλὰ κάποιος δήμιος τὸν κλώτσησε, τὸν σήκωσε ἐπάνω καὶ τὸν μετέφεραν στὶς Πύλες τοῦ Πατριαρχείου, ὅπου σὲ μία ἀπ᾿ αὐτές, μὲ φρικτὸ τρόπο τὸν κρέμασαν. Κατόπιν παραδόθηκε στὸν τούρκικο ὄχλο, ποὺ ἀλαλάζοντας τὸν ἔσυρε μέχρι τὴν ἀποβάθρα τοῦ Φαναριοῦ.
Ἐκεῖ τὸν παρέλαβαν οἱ δήμιοι, καὶ ἀφοῦ τρύπησαν ὅλο τὸ σῶμα του, ἔδεσαν στὸν λαιμό του ὀγκολίθους καὶ τὸν πέταξαν μέσα στὸν Κεράτιο κόλπο. Μὲ θεία οἰκονομία ὅμως, οἱ ὀγκόλιθοι λύθηκαν καὶ τὸ λείψανο τοῦ Πατριάρχη ἐθεάθη κάτω ἀπὸ τὶς γέφυρες κοντὰ στὸν Γαλατᾶ.
Τὸ παρέλαβε κρυφὰ ὁ πλοίαρχος Ἰωάννης Σκλάβος ἀπὸ τὴν Κεφαλλονιὰ καὶ τὸ μετέφερε στὴν Ὀδησσό, ὅπου κηδεύτηκε μὲ αὐτοκρατορικὲς τιμές. Τὸ 1871 εταφέρθηκε στὴν Ἀθήνα καὶ ἐναποτέθηκε μὲ τιμὲς στὸ ναΐσκο τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος στὸν Ναὸ τῆς Μητροπόλεως Ἀθηνῶν μέσα σὲ μεγαλοπρεπῆ τύμβο.
Στὶς 10-4-1921 αὐτὸς ὁ νέος Ἱερομάρτυρας τῆς πίστης μας, διακηρύχθηκε Ἅγιος ἀπὸ σύνοδο 25 ἀρχιερέων στὴν Ἀθήνα καὶ παραμένει στὴ συνείδηση τοῦ Ὀρθόδοξου Ἑλληνικοῦ λαοῦ φωτεινὸ ἀστέρι αὐτοθυσίας γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν Πατρίδα.