Εορτάζει 2 Ιουνίου εκάστου έτους
Γεννήθηκε στὴ Φιλαδέλφεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀπὸ γένος ἐπίσημο, ὁ πατέρας του ἦταν Ἱερέας καὶ ὀνομαζόταν Δόγκας. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, ἡ μητέρα του ἐξακολούθησε νὰ τὸν ἀνατρέφει ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου. Σεμνὸς καὶ ὡραῖος καθὼς ἦταν, κίνησε τὸν φθόνο τῶν Τούρκων, ποὺ ἐκμεταλλευόμενοι τὸ νεαρό της ἡλικίας του - ἦταν 13 ἐτῶν- τὸν ἐξισλάμισαν. Μπῆκε στὴν ὑπηρεσία κάποιου προκρίτου Τούρκου τῆς Φιλαδέλφειας καὶ ἀπόκτησε μέσα σὲ λίγο χρόνο μεγάλη περιουσία. Γιὰ τὴν φήμη τῆς ἀνδρείας του στοὺς πολέμους μαζὶ μὲ τοὺς Τούρκους, δέχτηκε τὴν πρόταση νὰ παντρευτεῖ τὴν κόρη ἑνὸς Τούρκου ἐπισήμου. Ἀλλὰ λίγο πρὶν τὸ γάμο, αἰσθάνθηκε τύψεις συνειδήσεως γιὰ τὴν ἐξώμοσή του καὶ ἔτσι ἀποφάσισε νὰ ἐπανέλθει στὴ χριστιανικὴ πίστη. Σὲ ἡλικία λοιπὸν 25 ἐτῶν, παρουσιάστηκε ἐπίσημα μπροστὰ στὸν Τοῦρκο διοικητὴ καὶ παρουσία πολλῶν Τούρκων ἐπισήμων, δήλωσε, ὅτι θεωρεῖ ἀπάτη τὴν μωαμεθανικὴ θρησκεία καὶ γι᾿ αὐτὸ τὴν ἀρνεῖται καὶ ἀποδέχεται τὸν Χριστό. Τότε, ὅλοι ὅσοι ἦταν ἐκεῖ ὅρμησαν καὶ τὸν ἔδειραν ἀνελέητα καὶ μὲ διαταγὴ τοῦ διοικητῆ, τὸν φυλάκισαν. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύχτας, ὁ διοικητὴς ἔστειλε Ἱεροδιδασκάλους, ποὺ μὲ συμβουλὲς καὶ ἄλλους τρόπους προσπάθησαν νὰ ἐπαναφέρουν τὸν Δημήτριο στὸν μωαμεθανισμό. Ὁ Δημήτριος ποθῶντας τὸ μαρτύριο ἔμεινε ἀμετάπειστος στὴν ἀπόφασή του. Ὁ διοικητής, ἐπειδὴ δὲν ἤθελε τὸν θάνατο τοῦ Δημητρίου, τὸν ἀποφυλάκισε. Ὁ Δημήτριος ὅμως, γιὰ νὰ ἐξιλεωθεῖ ἀπὸ τὸ ἁμάρτημα τῆς ἀποστασίας του, μπῆκε σ᾿ ἕνα καφενεῖο καὶ ἄρχισε νὰ ἐλέγχει μπροστὰ σὲ πλῆθος Τούρκων, μία πρὸς μία τὶς πλάνες τῆς μωαμεθανικῆς θρησκείας. Κατόπιν ἔβγαλε τὸ λευκὸ σαρίκι ἀπὸ τὸ κεφάλι καὶ τὸ πράσινο τούρκικο ῥοῦχο του, καὶ τὰ ποδοπάτησε λέγοντας: «καθὼς καταπατῶ αὐτὰ ποὺ εἶναι σημάδια τῆς δικῆς σας πίστεως, ἔτσι καταπατῶ καὶ τὴν πίστη καὶ τὸν νόμο σας καὶ ἀρνοῦμαι αὐτὴ καὶ τὴν ἀποστρέφομαι». Ἐξοργισμένοι οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Δημητρίου, ὅρμησαν ἐπάνω του καὶ ἀφοῦ τὸν ἔριξαν στὸ ἔδαφος, ἄρχισαν νὰ τὸν χτυποῦν μὲ πέτρες καὶ ξύλα. Οἱ Τοῦρκοι νόμισαν ὅτι ἦταν νεκρὸς καὶ ἀποφάσισαν νὰ τὸν ῥίξουν στὴ φωτιά. Ἀλλ᾿ ὁ Δημήτριος συνῆλθε ἀπὸ τὴν λιποθυμία καὶ εἶπε στοὺς βασανιστὲς του «ἔχω χρήματα νὰ σᾶς δώσω νὰ ἀγοράσετε ξύλα νὰ μὲ κάψετε». Ἀκόμα πιὸ ὀργισμένοι οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὰ λόγια αὐτά, ἄρχισαν νὰ τὸν χτυποῦν μὲ μαχαίρια, μέχρι ποὺ ὁ μάρτυρας παρέδωσε τὸ πνεῦμα του τὴν 2α Ἰουνίου 1657. Γεμάτοι θυμὸ οἱ Τοῦρκοι, προσπάθησαν νὰ κάψουν τὸ λείψανο τοῦ μάρτυρα. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν τὸ κατάφεραν, τὸ διαμέλισαν χτυπῶντας το μὲ βαριὰ σίδερα.