«Πολλές φορές ο Γέροντας με έστελνε στο μουράγιο της σκήτης, για να παραλαμβάνω πράγματα της καλύβης μας ή να δίνω διάφορες παραγγελίες με το καΐκι για την Δάφνη, καθώς επίσης και το ταχυδρομείο. Έβλεπες εκεί πατέρας απ΄ όλες σχεδόν τις καλύβες της σκήτης, οι οποίοι κατέβαιναν για τον ίδιο λόγο. Σ΄ αυτές τις εξόδους μου ήμουν ολόκληρος μάτια και αυτιά [...] όλοι περίμεναν υπομονητικά το μοτοράκι. Πατέρες άγιοι, ευλογημένοι. Θα μένουν για πάντα στον νου μου τυπωμένες οι μορφές τους, ταπεινές, σιωπηλές, σκυμμένες προς την γη. Με τα παλιά τους ζωστικά, με τις άσπρες μάλλινες κάλτσες, τα χονδροπάπουτσά τους, με τον ντρορβά, το μπαστούνι, με το τριμμένο κομποσχοίνι στο χέρι... Σαράντα χρόνια πέρασαν, αλλά το μυστήριο της σιωπής τους, η προσπάθεια τους να μένουν αφανείς, "ως καθ΄ ημέραν αποθνήσκοντες", προκάλεσαν τον θαυμασμό μου, ο οποίος διατηρείται αμείωτος, σαν να τους είδα εχθές. Ζωντανά μυροδοχεία του Αγίου Πνεύματος. Απαρνήθηκαμν όλα τα εξωτερικά, τα συμβατικά, τα σκύβαλα. Έσκαψαν μέσα τους, καλλιέργησαν τον εσωτερικό τους κόσμο και βρήκαν έτσι τον θησαυρό, τον Θεόν, την Βασιλεία των Ουρανών. Πόσα δεν έχει πράγματι να πη αυτή η αυταπάρνησίς τους, αυτός ο απαράμιλλος ηρωισμός τους, αυτή η θέωσίς τους εν Χριστώ Ιησού, στον σύγχρονο απροσανατόλιστο και ανειρήνευτο κόσμο».
(Χερουβείμ Καράμπελα, Αρχιμ., Από το Περιβόλι της Παναγίας, Νοσταλγικές Αναμνήσεις, Ι. Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός 1997, σελ. 161-163).