Εις μεγαλορήμων ζωγράφος της νυχτός
Σαν σκιά μες στις μυρτιές
όσων ξεχασμένων, ανομολόγητων
ονείρων,
Άκου! Είναι η πνιγερή φωνή ανυπόδητων ποδήρων,
χλευασμένων, πληγιασμένων, λησμονημένων στις καταχνιές,
σαν να ελυπήθη ο ταλαίπωρος ικέτης,
ως ζωγράφος να προβάλλει στις σκιές.
Εγέρασε και εχόρτασε στου καμάτου την ελπίδα,
πως θε να᾿ρθεί καιρός ευπρόσδεκτος
και παύση της αντάρας.
μα ελοιδόρη ο δυστυχής, τον ρουν της επικείμενης κατάρας.
Και αίφνης, εξύπνησε πτωχός, άμοιρος, χωρίς πατρίδα,
με μωρομένον νουν και αβαθή! Τι και αν ουδέν οίδα
εψέλλιζε απανταχού, εις μεγαλορήμων ζωγράφος της φανφάρας.
Δ. Λυκούδης