Τὸ ἔτος 1740, ἐπὶ Σουλτάνου Ἀχμὲτ καὶ Ἰμπραὴμ Πασᾶ, γενικοῦ διοικητῆ τῆς Μ. Ἀσίας, ἐκδόθηκε διάταγμα συγκέντρωσης τῶν ἀγοριῶν τῶν χριστιανῶν σὲ στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μέσα σ᾿ αὐτὰ βρέθηκε καὶ ὁ ὀρφανὸς Θεοχάρης. Κάποια μέρα ὅμως, ὁ δικαστὴς τῆς Νεαπόλεως (Νέβσεχηρ) Καππαδοκίας, εἶδε τὸν Θεοχάρη μέσα στὸ στρατόπεδο, τοῦ ἄρεσε καὶ τὸν πῆρε στὸ σπίτι του νὰ περιποιεῖται τὰ ζῷα του.
Ἡ εὐσέβεια καὶ ἡ ὀμορφιὰ τοῦ Θεοχάρη, ἔκαναν τὸν δικαστὴ νὰ τοῦ προτείνει νὰ γίνει γαμπρός του, ἀφοῦ ὅμως γίνει πρῶτα μωαμεθανός. Ὁ Θεοχάρης μὲ θάρρος ἀπάντησε: «Ἀφέντη μου, ἐγὼ γεννήθηκα χριστιανός, καὶ δὲν μπορῶ νὰ ἀρνηθῶ τὴν πίστη τοῦ Σωτῆρα μου καὶ τῶν πατέρων μου». Ὁ Ὀθωμανὸς δικαστής, θεώρησε τὴν ἀπάντηση προσβλητικὴ καὶ τὸν ἀπείλησε μὲ βασανιστήρια. Τότε ὁ Θεοχάρης ἔτρεξε στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ μετάλαβε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων. Ὅταν τοῦ ἔκανε καὶ πάλι πρόταση γάμου μὲ τὴν κόρη του ὁ δικαστής, ὁ Θεοχάρης σταθερὰ ἀρνήθηκε. Τότε μετὰ ἀπὸ σκληρὰ βασανιστήρια, τὸν ὁδήγησαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Νεαπόλεως, ὅπου τὸν λιθοβόλησαν καὶ κατόπιν τὸν ἀπαγχόνισαν, μεσημέρι στὶς 20 Αὐγούστου 1740.
Τὸ 1923 τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Θεοχάρη ἦλθαν στὴν Θεσσαλονίκη καὶ τοποθετήθηκαν στὸν Ναὸ τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης, ὅπου καὶ σήμερα βρίσκονται.