Δημητρίου Π. Λυκούδη,
Θεολόγου – Φιλολόγου, Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών
Κάθε φορά που σου έγραφα, πάλη γινόταν μέσα μου. Μάζεμα του νου, να καταφέρω να προφτάσω εκείνες τις σκέψεις που σε φάνταζαν τιμωρό, αυτοβούλητη απόπειρα να διαχειριστώ –ανεπιτυχώς όπως αποδείχτηκε – το εράσμιο σου διανοητικό απόκτημα, εκείνο που πλανεμένο μεν, κατορθώνει δε, ακόμη και σήμερα, να αποπλανεί τον διάκοσμο της προσωπικής μου κατοπινής εγκοσμιότητας! Έτσι, τα λόγια τούτα, χρόνια τώρα, πήραν τη μορφή αλληλογραφίας, και μάλιστα συχνής, και πρόσμενα και αναζητούσα να σμιλέψω ¨ερωτικά¨ την έμφοβη στιγμή, «τα ουράνια ωρεγόμουν» και ανέμενα ευπρεπής και αόργητος, ανέμενα με ανομολόγητη επιθυμία να λάβω απάντησή σου, σημείο ανομολόγητης αγάπης, απόδειξη ανομολόγητης αποπλάνησης, εγκαρτέρησης, προσμονής! «Τι και αν ανέμενα τόσα βράδια, δεν έμαθα ακόμη να ερωτεύομαι, δεν έμαθα ακόμη με τον έρωτα να ζω! Γιατί, μάθε, πως έρωτας σημαίνει την ενατένιση της γνώσης! Ποιάς γνώσης; Της γνώσης ότι ¨είδωλον εστίν¨ που αρέσκεται και αναζητά διακαώς και αενάως την αποπλάνηση»[1].