Οι ώρες μ᾿ εχλώμιαναν, γυρτός που βρέθηκα ξανά στα αχάριστο τραπέζι.
Απ᾿ τ᾿ανοιχτό παράθυρο στον τοίχο αντικρινά ο ήλιος γλιστράει και παίζει.
Διπλώνοντας το στήθος μου, γυρεύω αναπνοή στη σκόνη των χαρτιώ μου. Σφύζει γλυκά και ακούγεται χιλιόφωνα η ζωή στα ελεύθερα του δρόμου.
Απόκαμα, θολώσανε τα μάτια μου και ο νους, όμως ακόμη γράφω.
Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς.
Σα νἀ᾿ χουν βγει σε τάφο.
Σα νἀ᾿ χουν βγει σε τάφο.
(Γραφιάς, Κ. Καρυωτάκης).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου