Δημήτριος Π.
Λυκούδης,
Θεολόγος -
Φιλόλογος, Υπ. Δρας Παν/μίου Αθηνών
Συνήθισα πια να αναμένω! Εκείνη τη γεύση των νυχτερινών χειλιών σου! Ενθυμούμαι ωσάν και εχθές! Ένα φιλί βουβό, ασάλευτο! Σαν τα βαριά, τα βαπόρια τ΄αργοκίνητα που τραβούν χωρίς προορισμό, χωρίς πυξίδα στο διάβα τους. Χρώμα κόκκινο βαθύ, μελιστάλακτο, ωσάν λιόγερμα βαρύθυμο κάθε που ντρέπεται να φωτίσει την κτίση των ανθρώπων, ωσάν ερωτευμένα βλέφαρα βαριά, νυσταγμένα και ανήμπορα, βαριεστημένα έστω και λίγο ακόμη, ανοιχτά για να κρατήσουν! Και γύρω ένα γοερό και πένθιμο κελάρισμα, ένας ανασεμός βαθύς και μπουχτισμένος εκλιπαρεί ν΄ακουστεί, εκλιπαρεί φωνή ν΄αρθρώσει σ΄έναν κόσμο ερωτικό, ανάμεσα σε κόσμο ερωτευμένο : «Όχι. Αγαπημένη μου, μην κλαις. Τα δάκρυά Σου στάσσουν απάνω μου και καίνε τη σάρκα μου όλη και όλη μου την ψυχή. Μην κλαις, Αγαπημένη μου. Δεν φταις εσύ αν η καρδιά Σου δεν παρηγορεί το μέτωπό μου. Δεν φταις εσύ αν το νανούρισμα των φιλιών Σου γύρω στα χείλη μου κάθε βράδυ δεν μπορεί να κοιμίσει τον πόνο μου. Είναι η οδύνη της αγάπης που μ΄εκυριάρχησεν όλον»(1).
Συνήθισα πια να αναμένω αλλ΄ εκράτησα το χρώμα των ματιών Σου! Έχει το μπλαβί το ξέθωρο, του Ουρανού το τέρμα, σαν δαγκωμένα χείλη που κουράστηκαν για έρωτες να ομιλούνε! Έχει τον ανασεμό του Ωκεανού, βαθύ και σκοτεινό μια και εντρέπεται τα μάτια μου ν΄αντικρίσει! Έχει την ώχρα ενός διαβατάρικου πουλιού, ιδρωμένου και κατάκοπου που υπόσχεση έκαμνε να τερματίσει τα υπερπόντια ταξίδια! Και ο ποιητής αφήνεται νωχελικά, αδύναμος φαντάζει και θωρρεί, αδύναμος για άλλους έρωτες αλήθειες ν΄αραδιάζει: «Στα βάθη των σκέψεών μου, τα πλειό μυστικά κι απόκρυφα, φεγγοβολεί το άγιο Βήμα της ψυχής μου. Εκεί πάνω έστησα το είδωλό Σου, ω Πολυαγαπημένη. Τα όνειρά μου εκστατικά γονατίζουν μπροστά Σου και λειτουργούν. Και οι σκέψεις μου σαν λαμπάδες ανάβουνε και λυὠνουνε στα πόδια Σου»(2).
Συνήθισα πια να αναμένω! Έτσι λέγω, έτσι ξεγελώ τον εαυτό μου! Κάθε που εξεγείρεται, κάθε που αναζητά εμπρός να βγει και να φωνάξει, κάθε που ανορθώνεται και ανάστημα σηκώνει! Σαν χάδια φωτεινά, σαν χάδια φωτεινέρωτα σμιλεύω την υπέρκοσμη μορφή σου. Χαϊδεύω σα ρόδο μισόγεμο τους κόμπους των μαλλιών σου και ένας πόνος βουβός, μυστήριος έρχεται σιμά μου! "Άκουσε", μου ψιθυρίζει! "Άκουσε, λοιπόν, τους χτύπους της καρδιάς μου". Και είναι χτύπημα λυπητερό, είναι κλάμα γοερό, είναι εμβατήριο συρτό και πένθιμο, παιάνας που ισοκρατεί σε κάθε μου γονάτισμα σιμά Σου!
Συνήθισα πια να αναμένω! Ένα όνειρο να ΄ ρθεί, ένας έρωτας να θεαθεί, ένας άνθρωπος να σταθεί, να ξαποστάσει: «Και της χαϊδεύω απάνω απάνω τα μαλλιά όπως χαϊδεύει η μάννα το παιδί της όταν τ΄ αποκοιμίσει. Κάποια προσευχή πέφτει από τα χείλη μου και πλέκεται αγάλια, αγάλια στα μαλλιά της [...] Ω και να γινόταν ο Πόθος μου όλος ένα φιλί, νάλθει μιά νύχτα να Σε φιλήσει όλη...»(3).
Παραπομπές:1.Καζαντζάκη Νίκου, Όφις και Κρίνο, εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 2002, σελ. 79-80.
2.Αυτὀθι, σελ. 47.
.Αυτόθι, σελ. 22.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου