Υπό Δημητρίου Π. Λυκούδη
Θεολόγου -Φιλολόγου, Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών
Είναι και αυτός ο τίτλος! Σε
προετοιμάζει και σε απομακρύνει, σε αποδυναμώνει και σ΄εμποδίζει να
συγκεντρώσεις τον περιπλανώμενο νου σου, λες και συντελεί, συνδράμει, έστω και
ασυναίσθητα να μην κατανοήσεις , να μην ενδιαφερθείς για όσα γράφονται, καθώς
θυμόμαστε μόνο όσα αρέσκονται στην εκλεπτυσμένη διανοητική αρχή και
εξουσιαστική υφή του ήθους μας. ¨Αδήωτος αδολεσχία¨ και συνωστισμός λέξεων
βιάζονται να περάσουν στο χαρτί, να μείνουν, να φύγουν - ποιός ξέρει; - μήπως
και συναντήσουν κάποιον ¨παράξενο¨, κάποιον ¨απόκοσμο¨ ως θα έλεγε ο Σολωμός,
και έτσι αποκτήσουν νόημα και οδηγήσουν στην «ενόραση της αλήθειας»[1], που
κατά τον αυστριακό φιλόσοφο Χούσερλ, μπορεί ν΄αποκτηθεί, όχι μέσω της
εσωτερικής εμπειρίας, αλλά διαμέσου της εσω-κατεύθυνσης του νου προς τα
εσωτερικά δεδομένα μιας κεκαθαρμένης ζωής από το βάρος της γήϊνης υπάρξεως.
«Ξέρω
το μυαλό πολλών ανθρώπων και όμως δεν ξέρω ποιος είμαι εγώ!»[2]. Απίθανη
φράση, λόγος θεολογικός και ανθρώπινος που συναγωνίζεται την αληθινή γνώση,
αυτή που οδηγεί στην ¨κεκαθαρμένη ζωή¨ του Χούσερλ, στις ¨εφτά πατωσιές του
ουρανού¨ του Καζαντζάκη[3], στη
συνάφεια ¨Είναι¨ και ¨Παρείναι¨ του Χάϊντεγκερ, καθώς και στην αλληλουχία των
όρων ¨κρίνειν¨ και ¨διακρίνειν¨, ¨απο-φασίζειν¨ και ¨προ-κρίνειν¨[4].
Μεσούσης αυτής της σχέσεως ορθώνεται, κατά την ισχνή κρίση μου, η θεολογία, η
δυνατότητα της οικείωσης της θείας εμπειρίας που οδηγεί στην όντως ¨κεκαθαρμένη
ζωή¨, στο βάρος της ανθρώπινης ύπαρξης που μετουσιώνεται σε συ-ζυγία, μέσω της
συν-ύπαρξης και της άδολης αγαπητικής αντιδόσεως.
Πόσες φορές δεν αντιλήφθηκες, δεν αναγνώρισες και γεύθηκες την ουσιοποιό
θεολογία σ΄ένα χαμόγελο, στο δρόμο, στο δάκρυ ενός άσημου και ρακένδυτου
ουρανοπολίτη! Πόσες φορές δεν θεολόγησες άκριτα, δεν αναλώθηκες σε ¨αδήωτες
δολεσχίες¨ περί Θεού χωρίς να έχεις Θεό, όχι επειδή δεν σπούδασες τα ¨ιερά
γράμματα¨, όχι επειδή δεν αφιέρωσες ώρες και ώρες μελέτης στην Εκκλησιαστική
Ιστορία και στη δογματική, αλλά κυρίως επειδή δεν ξενύχτισες στον απελπισμένο
φυλακισμένο, επειδή δεν κοιμήθηκες πεινασμένος και νηστικός, επειδή δεν πόνεσες
και δεν ¨έσπασες¨ την καρδιά σου στη θλίψη και στη δυστυχία του άλλου, επειδή
κοιμήθηκες αναπαυμένος και ήσυχος, με νεκρωμένη πια την πλανεμένη βεβαιότητα
ότι αγαπάς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. «Εμένα δε με χωρούν οι εφτά πατωσιές του
ουρανού κι εφτά πατωσιές της γης. Μα η καρδιά του ανθρώπου μπορεί να με
χωρέσει. Κι έχε το νου σου, μην πληγώσεις την καρδιά και του πιο ταπεινού,
γιατί μπορεί να ΄μαι εκεί μέσα»[5].
Ηθικολογίες και τυπολογικοί ρομαντισμοί; Θεολογία υψίστη κατ ΄εμέ, θεολογία
ουσίας και Θεανθρωπολογία.
Το ¨προνόμιο της απελπισίας¨[6], η
θυσιαστική σου προαίρεση και προδιάθεση, η συμμετρία νου και κρίσης με
προεξάρχουσα την καρδιακή ενατένιση του Ελέους Του, πάντοτε αδιάβλητος όρος και
¨οικονομική¨(με την έννοια του κατ΄οικονομίαν) οδός που πνευματικά προσελκύει
την διάπυρη ενέργεια του θείου έρωτα, και ακολούθως, μεταποιεί σε χαριτωμένη
και αγιοφόρα την παρουσία σου, πέρα από τα κτιστά όρια της προσωπικής σου
στενότητας και ιδιοσυγκρασίας. «Οἱ ἄνθρωποι
κατεδίκασαν τὸν Θεὸ στὸν θάνατο καὶ ὁ Θεὸς «κατεδίκασε» τοὺς ἀνθρώπους στὴν ἀθανασία»[7].
Άλλωστε, η αγιασμένη συνύπαρξη προϋποθέτει δις αγιασμένη μόνωση. Σε άλλη
περίπτωση, διδάσκεις θεολογία αθεόλογος ων και αθεολόγητος και πρωτοστατείς
στην ανέγερση του φίλαυτου οικοδομήματος του ΕΓΩ σου, και βιάζεσαι δήθεν
αυτοθέλητα και αυτόκλητα να σώσεις τον κόσμο ή καλύτερα τον εαυτό σου από
αυτόν.
¨Αδήωτος αδολεσχία¨ λοιπόν
και αναρωτιέμαι, αγωνιώ, σκέπτομαι. Αλλοτινές θύμησες, σημερινές, όλες ασύντακτα
μέσα στο νου, αγώνα κάνω να βάλω αρχή αγάπης και μετανοίας, αρχή στη μνήμη και
στη λήθη εντός μου. «Γιατὶ ὑγιής εἶναι ὅποιος ἔχει ξεχάσει!».[8] Και μην καταδέχεσαι τίποτα
λιγότερο , μην αξιώνεις τίποτα περισσότερο, παρά μόνο ό,τι σε εγκλιματίζει
σταθερά στην αρχή της επανόδου, μόνο ό,τι σε κάνει να ξενυχτάς για τον κόσμο
γύρω σου, μόνο ό,τι συντρίβει την καρδιά σου και την μεταμορφώνει σε ικανή και
κατήκοο, ώστε να αφουγκράζεται καθάρια τη φωνή της
[1] Η
Φαινομενολογική φιλοσοφία διακηρύττει την ακράδαντη πίστη της στην υπεροχή του
πνευματικού κόσμου και στο θρίαμβο του πνεύματος έναντι της αψύχου και
ασυναρτήτου εμπειρίας, Βλ.,σχ., Αι Σύγχρονοι Φιλοσοφικαί Κατευθύνσεις,
Παπαδήμα, Αθῆναι 1973,
Ζαχάβη Νταν, Χούσερλ, Εισαγωγή στη Φαινομενολογία του, Αρμός, Αθήνα 2010.
[2] Νίτσε
Φρίντριχ, Η Χαρούμενη γνώση, Εξάντας, Αθήνα 1996, σελ. 29.
[3]
Πρβλ.,Καζαντζάκη Νίκου, Συμπόσιον, εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1971, σελ. 29.
[4] Πρβλ.,
Χάϊντεγκερ Μαρτίν, Εισαγωγή στη Μεταφυσική, Αρμός, Αθήνα 2010, κυρίως τις σελ.
168-273.
[5] Καζαντζάκη
Ν., Συμπόσιον, σελ. 29.
[6]
Πρβλ.,Γιανναρά Χρήστου, Το προνόμιο της απελπισίας, Γρηγόρη, Αθήνα 1973.
[7] Πόποβιτς
Ιουστίνου, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, Αστήρ, Αθῆναι 1970, σελ.40.
[8] Νίτσε Φ., Η
Χαρούμενη γνώση, σελ. 24.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου