Υπό Δημητρίου Π. Λυκούδη Θεολόγου – Φιλολόγου,
ΜΑ.,ΜΑ. Θεολογίας, Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών
Αείπλανος ων, ουχί δε και αειμνήμων,
αδυνατώ να συγκρατήσω νοερά στην αγαπητική διανοητική φαρέτρα μου τους
έρωτες της ζωής μου, τους έρωτες που συμπεριλήφθησαν στην «αγλαόμορφη
αγλωσσία» των καιρών εκείνων, στην αδιατρεψία της επιμονής μου να
επείγομαι να αγαπήσω μπροστά στον επικείμενο και ανέραστο ερχομό του
θανάτου[1]. Πάντα βέβαια, λυχνοφερόταν αμυδρά η διαχώριση της αγαπητικής
ελευθερίας και της ελευθερώνουσας αγάπης, το αεικές της υπερβολής και
της προσωρινότητας, η διασφάξ μεταξύ της αιθέριας υπερ-μορφής σου και
της λοιπής κοσμικής πραγματικότητας.