Δημητρίου Π. Λυκούδη,
Θεολόγου – Φιλολόγου, Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών
Κάθε φορά που σου έγραφα, πάλη γινόταν μέσα μου. Μάζεμα του νου, να καταφέρω να προφτάσω εκείνες τις σκέψεις που σε φάνταζαν τιμωρό, αυτοβούλητη απόπειρα να διαχειριστώ –ανεπιτυχώς όπως αποδείχτηκε – το εράσμιο σου διανοητικό απόκτημα, εκείνο που πλανεμένο μεν, κατορθώνει δε, ακόμη και σήμερα, να αποπλανεί τον διάκοσμο της προσωπικής μου κατοπινής εγκοσμιότητας! Έτσι, τα λόγια τούτα, χρόνια τώρα, πήραν τη μορφή αλληλογραφίας, και μάλιστα συχνής, και πρόσμενα και αναζητούσα να σμιλέψω ¨ερωτικά¨ την έμφοβη στιγμή, «τα ουράνια ωρεγόμουν» και ανέμενα ευπρεπής και αόργητος, ανέμενα με ανομολόγητη επιθυμία να λάβω απάντησή σου, σημείο ανομολόγητης αγάπης, απόδειξη ανομολόγητης αποπλάνησης, εγκαρτέρησης, προσμονής! «Τι και αν ανέμενα τόσα βράδια, δεν έμαθα ακόμη να ερωτεύομαι, δεν έμαθα ακόμη με τον έρωτα να ζω! Γιατί, μάθε, πως έρωτας σημαίνει την ενατένιση της γνώσης! Ποιάς γνώσης; Της γνώσης ότι ¨είδωλον εστίν¨ που αρέσκεται και αναζητά διακαώς και αενάως την αποπλάνηση»[1].
Όμως, κάθε φορά που σού έγραφα, πάλη γινόταν μέσα μου. «Θεράπων ιατρός ο χρόνος» λέγει το χρυσοστομικό ρηθέν, πλην όμως, ο χρόνος είναι ευτελές αποκύημα της Αγάπης, που δύναται και αναπαύεται στην άτακτη απορροή του! Ο Leibnitz [1646 – 1716] – είναι αλήθεια, αυτός, πολλές φορές με συντρόφευε στα ξενύχτια μου – σημειώνει πως «ευτυχισμένη ζωή δεν υπάρχει, παρά μόνο ευτυχισμένες στιγμές». Εδώ θαρρώ, ταιριάζει το «Vita Nuova» του Padre Dante ή καλύτερα το «la divina Comedia» κάθε που ανέμενα απάντησή σου, κάθε που προσδοκούσα την αυτοθέλητη αποπλάνησή μου σε αγάπες ανομολόγητες να συναντήσω!
Ο αγαπημένος μου Henri Bergson [1859 – 1941] – λίγους παλαβούς ωσάν και αυτόν αγάπησα επί της γης – σημειώνει την άναρχη αντιστοιχία ανάμεσα σε νου και ένστικτο, σε ¨κλειστή¨ και ¨ανοιχτή¨ ηθική και ο μεγάλος Mayakovsky [1893 – 1930], λίγο πριν τον άδικο αυτοχειριασμό του σε ηλικία 37 ετών, στο ημιτελές ποίημά του τονίζει: « Η βάρκα της αγάπης έσπασε στην τρεχούμενη ζωή»[2]. Μα όσο περνάει ο καιρός και απάντηση αναμένω, ¨αναστασιανόν¨[Αναστάσιος Α΄ ο Δίκορος, 491- 518μ.Χ.] το τείχος έχτισα, ανομολόγητη την αγάπη σου έκαμνα, ανομολόγητη μην πάρεις και γυρίσεις…! Και ο ρομαντικός λογοτέχνης να ελπίζει στις ανθισμένες κερασιές, ελπίζει ο ταλαίπωρος πως θε ναρθεί καιρός και τύχει κι΄ αγαπήσει: «Και φέτος θα γεμίσουν γλυκούς καρπούς, άνθη και φύλλα και μοσκοβολιά. Κι όλα θα γίνουν όπως πάντα. Όπως το περασμένο, όπως το περσινό και το τωρινό καλοκαίρι… κι όπως κάθε καλοκαίρι, όσο θα υπάρχουν στον κόσμο καλοκαίρια και κερασιές. Και τα στόματα θα επιθυμούν τον έρωτα, όσο θα υπάρχουν στον κόσμο κόκκινα στόματα…»[3].
Κάθε φορά που σού έγραφα, κάθε φορά, πάλη γινόταν μέσα μου. «Όμως θέρμη. Ποίος υβρίζει τον καλύτερο, και ποιός λόγια ανόητα ψιθυρίζει!»[4]. Ωσάν την Ευάνδη στις ¨Ικέτηδες¨ του Ευρυπίδη, ανέμενα παράδειγμα να βρω, επί της γης τον Καπανέα και τον Άδραστο να αναστήσω! Και ανέμενα απάντηση κάθε που άκουγα τον ταχυδρόμο να διαλαλεί τα γράμματά του! Ναι, το ήξερα ανομολόγητη αγάπη μου, θα ρθείς, δεν έπαψες, δεν επρόκαμες ανέστια να γίνεις!
Όμως, ακόμη και σήμερα, απάντηση ζητώ και αναμένω! Κάθε φορά που έγραφα, κάθε φορά που αλληλογραφία εσκάρωνα μαζί σου! «Πάντοτε να ενθυμούμαι την προσμονή, να επιποθώ την αποπλάνηση του νου, την καρδιακή και αελπτία μου περιδιάβαση στην αγλαόκαρπη και πάνυ ακήρατη παρουσία σου»[5]. Και αν τύχει και παραπέσει μαθές, κάποια απάντησή σου, ωσάν έτερος ¨Φιλοκτήτης¨, τούτο έχω πια να πω, τούτο μοναχά γνωρίζω να σκαλίζω: «Την αμαρτίαν αισχράν αμαρτώαν, αναλαβείν πειράσομαι».
Παραπομπές:
1.Λυκούδη Δ., Βίος Αβίωτος, Αθήνα 2014, σελ. 184.
2.Πρβλ., Πελεγρίνη Θεοδοσίου, Εγχειρίδιον Παθών, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2008, σελ. 146.
3.Λουντέμης Μενέλαος, Οι Κερασιές θ΄ ανθίσουν και φέτος, εκδ. Δωρικός, Αθήνα 1963, σελ. 11.
4.Σολωμού Διονυσίου, Ποιήματα και Πεζά, εκδ. γράμματα, Αθήνα 1991, σελ. 119, 78.
5.Λυκούδη Δ., Βίος Αβίωτος, σελ. 184.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου