Δημητρίου Π. Λυκούδη,
Θεολόγου – Φιλολόγου, Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών
Τα ανθρώπινα όντα έχουν πλαστεί «κατ’εικόνα και καθ’ομοίωσιν του Θεού». Αυτό σημαίνει ότι εμείς οι άνθρωποι δεν είμαστε απλά το αποτέλεσμα της κληρονομικότητας μας ή απώτερη κατάληξη ιστορικών διαδικασιών και κοινωνιολογικών διαμορφώσεων. Εμείς οι άνθρωποι, ακριβώς επειδή η θεμελιακή και ουσιαστική μας ιδιότητα εκφράζεται ως η πιο τέλεια δημιουργημένη έκφραση της υπάρξεως και της ζωής του Θεού, Πλαστήκαμε για να γίνουμε «μιμηταί του Θεού»1 και «θείας κοινωνοί φύσεως»2.
Ο Θεός βέβαια, δεν μας έπλασε μόνο από το μηδέν αλλά μας δώρισε με τη χάρη του Λόγου του και τη δυνατότητα να ζούμε σύμφωνα με το θέλημα του, ως υποστηρίζει ο Μέγας Αθανάσιος, Οι άνθρωποι όμως αρνήθηκαν τα αιώνια, με προτροπή του αρχέκακου διαβόλου, επέστρεψαν στη φθαρτής φύσεως και έγιναν οι ίδιοι αίτιοι της καταστροφής τους, εισάγοντας στη ζωή τους το θάνατο. Ενώ είχαν φθαρτή φύση, μπορούσαν,. Να ξεπεράσουν τη θνητότητα της φύσεως, μετέχοντας στη χάρη του Λόγου, Εκείνοι όμως, επέλεξαν τη διάπραξη της αμαρτίας και της παρανομίας, καταλήγοντας στην ασυδοσία και προδίδοντας το θάνατο «ισχύ νόμου» σε βάρος ολόκληρου του ανθρωπίνου γένους, καθ’ ότι « τα γαρ οψόνια τηα αμαρτίας θάνατος». Με άλλα λόγια, τα ανθρώπινα όντα απέτυχαν να είναι και επομένως να γίνονται ατελεύτητα, αυτό που ο Θεός έπλασε να είναι. Σε τελική ανάλυση, απέτυχαν να αγαπήσουν. Αυτό είναι το νόημα της αμαρτίας του Αδάμ και της Εύας στο Παλαιοδιαθηκικό κείμενο.
Ο άνθρωπος εδημιουργήθει από τον φιλάνθρωπο Θεόν ως δυνάμει Θεάνθρωπος, δια να οικοδομήση εκουσίως δια του Θεού τον εαυτόν του εις θεάνθρωπον επί τη βάσει της θεοειδείας της φύσεως του. Αλλά ο άνθρωπος , με την ελευθέραν εκλογήν του επεζήτησε την αναμαρτησίαν δια της αμαρτίας, τον Θεοόν δια του διαβόλο, Και ασφαλώς, ακολουθών την οδόν αυτήν θα εγίνετο ιδιότυπος διάβολος, εάν ο Θεός, κατά την άμετρον φιλανθρωπίαν Του και κατά το «μέγα έλεος του», δεν επενέβαινε. Γενόμενος άνθρωπος προς τον Θεάνθρωπον.3 Πράγματι , επειδή δεν ήταν δυνατόν να απαλλαγεί το ανθρώπινο, γένος με άλλον τρόπο από τα τόσα μεγάλα δεινά, καταδέχθηκε ο βασιλεύς της απάθειας να ανταλλάξει την ίδια του την δόξα με τη δική μας ζωή. Έτσι κατά τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης, «εισέρχεται μεν η καθαρότης στον ιδικόν μας ρύπον, ο ρύπος όμως δεν εγγίζει την καθαρότητα», σύμφωνα και με το Καινοδιαθηκικό «το φως εν τη σκοτία έλαμψεν, η δε σκοτία αυτό ου κατέλαβεν»4.
Ο Χριστός λοιπόν ήρθε στον κόσμο για να αποκαταστήσει την εικόνα και την ομοίωση του Θεού στα ανθρώπινα όντα. Τα κατέστησε ικανά να γίνουν ό,τι προορίστηκαν εξ αρχής. Και ο Ιησούς το πράττει αυτό, όχι απλά γιατί είναι ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, αλλά γιατί επίσης είναι « εικών του Θεού του αοράτου».5
«Χριστός γεννάται, την πριν πεσούσαν, αναστήσων εικόνα».6 Πράγματι ο Χριστός αποκαθιστά την εικόνα του Θεού στις ανθρώπινες υπάρξεις , όντας ο ίδιος η άκτιστη και αιώνια εικόνα του Θεού, γενόμενος αληθινός άνθρωπος, ο «τελευταίος» και «έσχατος Αδάμ». «ο άνθρωπος εξ ουρανού».7
«Ότε δε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου8, απεστάλλει άγγελος Κυρίου προς την Παρθένο Μαρία για να ευαγγελισθεί την σύλληψη του Κυρίου. Έτσι, η Παρθένος συνέλαβε τον Υιόν του Θεού, «την ενυπόστατον δύναμιν του Πατρός», όχι από θέλημα της σαρκός, ούτε από θέλημα ανδρός, δηλαδή από ένωση και σπορά, αλλά από την συγκατάβαση του Πατρός και τη θαυματουργική, πλην όμως μυστική, συνεργασία του Αγίου Πνεύματος.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός έξοχα τονίζει! «Η Παρθένος Μαρία πρόσφερεν εις τον Κτίστην την «κτίσιν» του και εις τον Πλάστην την «πλάσην» του και εις τον Υιό του Θεού και Θεόν την σάρκωσην και ενανθρώπισιν από τας αγνάς και αμόλυντους σάρκας και αίματα της… και εγένησε τον νέον Αδάμ χωρίς ένωσιν, σύμφωνα με τον νόμον της κυήσεως και της υπερφυσικής γεννήσεως»9. Αυτό είναι το σωτήριο μήνυμα που κομίζει η Χριστουγεννιάτικη εορτή. Υπάρχει ένας νέος Αδάμ. Υπάρχει μια αποκαταστημένη εικόνα της ίδιας της εικόνας του Υιου και Λόγου του Θεού, του Ιησού Χριστού, του «εξ ουρανού καταβάντος άρτου της ζωής»10.
«Η ενσάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού είναι μια προσπάθεια συνεργασίας. Είναι μια συνεργασία ανάμεσα στον Κτίστη και τα κτίσματα Του. Είναι η συνεργεία ανάμεσα στον Τριαδικό Θεό… με τα ανθρώπινα πρόσωπα να βρίσκονται στο κέντρο, ως οι κύριοι μεσολαβητές μεταξύ του ουρανού και της γης. Δεν μπορεί να υπάρξει έλευση του Υιού του Θεού, ούτε ενσάρκωση του Θεού Λόγου, ούτε γέννηση του Ιησού, εκτός κι αν όλοι και όλα χαρούμενα και με ευγνωμοσύνη συμμετάσχουν στο γεγονός»11.
Άλλωστε, ο άνθρωπος καθίσταται άνθρωπος, πολύ δε περισσότερο εξελίσσεται και μεταμορφώνεται σε πρόσωπο, στο ποσοστό που το «ανθρώπινο» είναι « κοινωνεί «κατά χάριν» με το «θείο είναι», στο ποσοστό δηλαδή πο η ανθρώπινη υπόσταση, κατ’οικονομίαν Θεού, κοινωνεί της δόξας και μακαριότητας του θείου. Και όσο περισσότερο ο άνθρωπος «κατά χάριν» και με τη σύμπραξη της θαυματουργικής επενέργειας της χάρης του Παναγίου Πνεύματος κοινωνεί των αρρήτων μυστηρίων της χειμωνιάτικης πασχαλιάς, τόσο περισσότερο θα επαναπροσδιορίζει και ελευθέρως θα αναγνωρίζει την ταυτότητα του ασφαλώς θα πορεύεται σταδιακά στην επανάκτηση της «προτέρας ευγενείας», στην οδό προς συνάντηση με το Πρόσωπο του Απολύτου.
«Ο αμήτωρ απάτωρ γίνεται, αμήτωρ το πρότερον, απάτωρ το δεύτερον. Νόμοι φύσεως καταλύονται… ο άσαρκος σαρκούται, ο λόγος παχύνεται,. Ο αόρατος οράται. Ο Υιός του Θεού, Υιός του ανθρώπου γίνεται… τούτο εστίν ημίν η πανήγυρις, τούτο εορτάζομεν σήμερον, επιδημίαν Θεού προς ανθρώπους, ινα προς Θεόν ενδημήσωμεν, η επανέλθωμεν, ίνα τον παλαιόν άνθρωπον αποθέμενοι, τον νέον ενδυσώμεθα», τονίζει πανηγυρικά ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Ο Κύριος και Θεός του Ουρανού καταδέχεται και τοποθετείται στην φάτνη, που είναι η εστία των άλογων ζώων, ώστε και τα άλογα να γευθούν την λογική τροφή και να γίνουν έλλογα, κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης. Όντας ι Κύριος πλούσιος και έχοντα εξουσία πάνω στα πάντα, ταπεινώνεται και εκμηδενίζεται για χάρη μας, για να πλουτίσουμε εμείς και να βασιλεύουμε στη Βασιλεία Του. Αν και ο ίδιος είναι Άκτιστος, Κτίστης και Δημιουργός του σύμπαντος και επιπλέον Άυλος και Ασώματος, περιβλήθηκε σάρκα και σώμα για να χαρίσει στα σώματα την αθανασία και να κατακτήσει τον άνθρωπο υιό του Θεού και κοινωνό της Θείας Του δόξας.
Ο σκοπός λοιπόν της θείας ενανθρωπήσεως, δεν είναι άλλος, παρά η σωτηρία και η ανακαίνιση του ανθρώπου. Αν δεν υπήρχε ανάγκη να σωθεί ο άνθρωπος, δεν θα γινόταν ο Θεός άνθρωπος. Ο ίδιος λοιπόν ο Θεός πάσχει μαζί μας και πτωχεύει με τη σάρκωση Του, για να πλουτίσουμε εμείς τη δική του πτώχεια.
Η «εν Χριστώ οικονομία εγκαινιάζει μια νέα κατάσταση και δημιουργεί την απαρχή της καινούριας ζωής. Αυτή εικονίζεται ήδη στην Εκκλησία, ιδιαίτερα στη Θεία Ευχαριστία, αλλά θα φανερωθεί τελικά στη Βασιλεία του Θεού. Με την έλευση του Χριστού, η φθορά και ο θάνατος μεταμορφώνεται σε αφθαρσία και ζωή. Ο Νόμος γίνεται Λόγος, πρόσωπο, υπόσταση και προκαλεί τον άνθρωπο να καταστεί μέτοχος της θείας ζωής.
Τα Χριστούγεννα πανηγυρίζονται ως «σωτηρία του κόσμου, η γενέθλια ημέρα της ανθρωπότητας, η κοινή εορτή ολάκερης της κτίσεως» κατά τον ιλαρό ιεράρχη της Καισαρείας Μέγα Βασίλειο12, «Σήμερον γεννάται εκ Παρθένου, ο δρακί την πάσαν έχων κτίσιν». Ο Θεός δηλαδή, σε μια αγιαστική απλωτική τροχιά και κίνηση προς την «σύμπασα κτίση» κατέρχεται. Ακολούθως, δεσπόζει το θαύμα της Παρθενικής μητρότητος, θεία απάντηση στο «γένοιτο» της Θεοτόκου, που υπήρξε ο ανθρώπινος όρος της ενσαρκώσεως με την ανέκφραστη συνάφεια· το δημιούργημα γεννά τον ίδιο του τον Δημιουργό, με τρόπο άρρητο και ανέκφραστο, καθ’ότι «Παρθένος τίκτει και μετά τον τόκον, πάλι μένει Παρθένος». Και ο Παύλος Ευδοκίμωφ συμπληρώνει: « Είναι εμφανής ο σκοπός της θείας φιλανθρωπίας· η θεοποίηση του ανθρώπου. Έτσι η ορθόδοξη ανθρωπολογία δεν είναι ηθική, αλλα οντολογική, είναι οντολογία της θεώσεως. Δεν εκφράζεται με την κατάκτηση του κόσμου τούτου αλλά με την «αρπαγήν της βασιλείας του Θεού», την εσωτερική μεταμόρφωση του κόσμου σε βασιλεία και προοδευτική φώτιση του με τις θείες ενέργειες»13.
Συνειδητοποιούμε λοιπόν την ύψιστη ευεργεσία; Ζούμε και απολαμβάνουμε το πλήρωμα της χαράς; Της χαράς που κομίζει ο ερχομός του θείου Βρέφους στην γη και τη καρδία μας; Αν ναι, τότε η γέννηση Του θα είναι η αναγέννση μας. Τέτοια Χριστούγεννα αξίζει να εορτάσουμε . Χριστούγεννα που μένουν, που διαρκούν για πάντα, που εξαγιάζουν ολόκληρη τη ζωή μας. Χριστούγεννα διαρκείας μαζί με τον Χριστό που ήρθε ανάμεσα μας.
Στο νου μου έρχονται όσα έξοχα παρατηρεί και καταθέτει ο άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος: «Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν και υιός θεού εδόθη ημίν, οθ η αρχή επί του ομοίου αυτού… και καλείται μεγάλης βουλής άγγελος. Και άγγελος μεν λέγεται επειδή φέρει από τον Θεόν και Πατέρα Ευαγγέλια καταλλακτήρια, και δια του Θείου Βαπτίσματος υιοθεσίας αλεξίτηρια, και της φύσεως μας από την πονηράν δουλείαν απαλλακτήρια και του διαβόλου ασυμπαθώς φυγαδευτήρια, και της τυραννίδος των δαιμόνων δεσμωτήρια και πολυχρονίων νεκρών εξαναστήρια και μυστηρίων νέων και μεγάλων παραδοτήρια, και όχι μόνον αυτά, αλλά και βασιλείας Ουρανών υποσχετήρια και για όσους εβίωσαν καλώς, αθανάτου κληρονομίας αποδοτήρια»14.
Πράγματι! «Χριστός γεννάται, την πριν πεσούσαν, αναστήσων εικόνα».
Παραπομπές
1.Εφεσ. 5,1.
2. Β΄ Πετρ., 1,4.
3. Πόποβιτς Ιουστίνου, Αρχιμανδρίτου, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, εκδ. Αστήρ, Αθήναι 1970, σελ 153.
4. Ιωάν. Α΄ ,5.
5. Κολ. 1, 15 και Β’ Κορ. 4, 4.
6. Πρβλ., Καντιώτου Αυγουστίνου, (πρώην Μητροπολίτου Φλωρίνης), Χριστούγεννα, εκδ. Σταυρός, Αθήναι 1955.
7. Πρβλ., Α΄ Κορ. 15, 45-49.
8. Γαλ. 4, 4.
9. Αγίου Ιώαννου Δαμασκηνού, Αυτή που εγέννησεν από τα σπλάχνα της Θεόν με σάρκα, περιοδ. Πειραϊκή Εκκλησία, 2011, τεύχος 232, σελ 29-31.
10. Ιωάν., στ΄ 50-51, 58.
11. Hopko Thomas, πρεσβυτέρου, Χειμωνιάτικη Πασχαλιά, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1994, σελ. 145.
12.Πρβλ., Φραγκόπουλου Αθανάσιου, Το Δωδεκαήμερον, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθήναι 1976.
13. Ευδοκίμωφ Παύλου, Η Ορθοδοξία, εκδ. Βας. Ρηγοπούλου, Αθήνα 1972, σελ126.
Ο Θεός βέβαια, δεν μας έπλασε μόνο από το μηδέν αλλά μας δώρισε με τη χάρη του Λόγου του και τη δυνατότητα να ζούμε σύμφωνα με το θέλημα του, ως υποστηρίζει ο Μέγας Αθανάσιος, Οι άνθρωποι όμως αρνήθηκαν τα αιώνια, με προτροπή του αρχέκακου διαβόλου, επέστρεψαν στη φθαρτής φύσεως και έγιναν οι ίδιοι αίτιοι της καταστροφής τους, εισάγοντας στη ζωή τους το θάνατο. Ενώ είχαν φθαρτή φύση, μπορούσαν,. Να ξεπεράσουν τη θνητότητα της φύσεως, μετέχοντας στη χάρη του Λόγου, Εκείνοι όμως, επέλεξαν τη διάπραξη της αμαρτίας και της παρανομίας, καταλήγοντας στην ασυδοσία και προδίδοντας το θάνατο «ισχύ νόμου» σε βάρος ολόκληρου του ανθρωπίνου γένους, καθ’ ότι « τα γαρ οψόνια τηα αμαρτίας θάνατος». Με άλλα λόγια, τα ανθρώπινα όντα απέτυχαν να είναι και επομένως να γίνονται ατελεύτητα, αυτό που ο Θεός έπλασε να είναι. Σε τελική ανάλυση, απέτυχαν να αγαπήσουν. Αυτό είναι το νόημα της αμαρτίας του Αδάμ και της Εύας στο Παλαιοδιαθηκικό κείμενο.
Ο άνθρωπος εδημιουργήθει από τον φιλάνθρωπο Θεόν ως δυνάμει Θεάνθρωπος, δια να οικοδομήση εκουσίως δια του Θεού τον εαυτόν του εις θεάνθρωπον επί τη βάσει της θεοειδείας της φύσεως του. Αλλά ο άνθρωπος , με την ελευθέραν εκλογήν του επεζήτησε την αναμαρτησίαν δια της αμαρτίας, τον Θεοόν δια του διαβόλο, Και ασφαλώς, ακολουθών την οδόν αυτήν θα εγίνετο ιδιότυπος διάβολος, εάν ο Θεός, κατά την άμετρον φιλανθρωπίαν Του και κατά το «μέγα έλεος του», δεν επενέβαινε. Γενόμενος άνθρωπος προς τον Θεάνθρωπον.3 Πράγματι , επειδή δεν ήταν δυνατόν να απαλλαγεί το ανθρώπινο, γένος με άλλον τρόπο από τα τόσα μεγάλα δεινά, καταδέχθηκε ο βασιλεύς της απάθειας να ανταλλάξει την ίδια του την δόξα με τη δική μας ζωή. Έτσι κατά τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης, «εισέρχεται μεν η καθαρότης στον ιδικόν μας ρύπον, ο ρύπος όμως δεν εγγίζει την καθαρότητα», σύμφωνα και με το Καινοδιαθηκικό «το φως εν τη σκοτία έλαμψεν, η δε σκοτία αυτό ου κατέλαβεν»4.
Ο Χριστός λοιπόν ήρθε στον κόσμο για να αποκαταστήσει την εικόνα και την ομοίωση του Θεού στα ανθρώπινα όντα. Τα κατέστησε ικανά να γίνουν ό,τι προορίστηκαν εξ αρχής. Και ο Ιησούς το πράττει αυτό, όχι απλά γιατί είναι ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, αλλά γιατί επίσης είναι « εικών του Θεού του αοράτου».5
«Χριστός γεννάται, την πριν πεσούσαν, αναστήσων εικόνα».6 Πράγματι ο Χριστός αποκαθιστά την εικόνα του Θεού στις ανθρώπινες υπάρξεις , όντας ο ίδιος η άκτιστη και αιώνια εικόνα του Θεού, γενόμενος αληθινός άνθρωπος, ο «τελευταίος» και «έσχατος Αδάμ». «ο άνθρωπος εξ ουρανού».7
«Ότε δε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου8, απεστάλλει άγγελος Κυρίου προς την Παρθένο Μαρία για να ευαγγελισθεί την σύλληψη του Κυρίου. Έτσι, η Παρθένος συνέλαβε τον Υιόν του Θεού, «την ενυπόστατον δύναμιν του Πατρός», όχι από θέλημα της σαρκός, ούτε από θέλημα ανδρός, δηλαδή από ένωση και σπορά, αλλά από την συγκατάβαση του Πατρός και τη θαυματουργική, πλην όμως μυστική, συνεργασία του Αγίου Πνεύματος.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός έξοχα τονίζει! «Η Παρθένος Μαρία πρόσφερεν εις τον Κτίστην την «κτίσιν» του και εις τον Πλάστην την «πλάσην» του και εις τον Υιό του Θεού και Θεόν την σάρκωσην και ενανθρώπισιν από τας αγνάς και αμόλυντους σάρκας και αίματα της… και εγένησε τον νέον Αδάμ χωρίς ένωσιν, σύμφωνα με τον νόμον της κυήσεως και της υπερφυσικής γεννήσεως»9. Αυτό είναι το σωτήριο μήνυμα που κομίζει η Χριστουγεννιάτικη εορτή. Υπάρχει ένας νέος Αδάμ. Υπάρχει μια αποκαταστημένη εικόνα της ίδιας της εικόνας του Υιου και Λόγου του Θεού, του Ιησού Χριστού, του «εξ ουρανού καταβάντος άρτου της ζωής»10.
«Η ενσάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού είναι μια προσπάθεια συνεργασίας. Είναι μια συνεργασία ανάμεσα στον Κτίστη και τα κτίσματα Του. Είναι η συνεργεία ανάμεσα στον Τριαδικό Θεό… με τα ανθρώπινα πρόσωπα να βρίσκονται στο κέντρο, ως οι κύριοι μεσολαβητές μεταξύ του ουρανού και της γης. Δεν μπορεί να υπάρξει έλευση του Υιού του Θεού, ούτε ενσάρκωση του Θεού Λόγου, ούτε γέννηση του Ιησού, εκτός κι αν όλοι και όλα χαρούμενα και με ευγνωμοσύνη συμμετάσχουν στο γεγονός»11.
Άλλωστε, ο άνθρωπος καθίσταται άνθρωπος, πολύ δε περισσότερο εξελίσσεται και μεταμορφώνεται σε πρόσωπο, στο ποσοστό που το «ανθρώπινο» είναι « κοινωνεί «κατά χάριν» με το «θείο είναι», στο ποσοστό δηλαδή πο η ανθρώπινη υπόσταση, κατ’οικονομίαν Θεού, κοινωνεί της δόξας και μακαριότητας του θείου. Και όσο περισσότερο ο άνθρωπος «κατά χάριν» και με τη σύμπραξη της θαυματουργικής επενέργειας της χάρης του Παναγίου Πνεύματος κοινωνεί των αρρήτων μυστηρίων της χειμωνιάτικης πασχαλιάς, τόσο περισσότερο θα επαναπροσδιορίζει και ελευθέρως θα αναγνωρίζει την ταυτότητα του ασφαλώς θα πορεύεται σταδιακά στην επανάκτηση της «προτέρας ευγενείας», στην οδό προς συνάντηση με το Πρόσωπο του Απολύτου.
«Ο αμήτωρ απάτωρ γίνεται, αμήτωρ το πρότερον, απάτωρ το δεύτερον. Νόμοι φύσεως καταλύονται… ο άσαρκος σαρκούται, ο λόγος παχύνεται,. Ο αόρατος οράται. Ο Υιός του Θεού, Υιός του ανθρώπου γίνεται… τούτο εστίν ημίν η πανήγυρις, τούτο εορτάζομεν σήμερον, επιδημίαν Θεού προς ανθρώπους, ινα προς Θεόν ενδημήσωμεν, η επανέλθωμεν, ίνα τον παλαιόν άνθρωπον αποθέμενοι, τον νέον ενδυσώμεθα», τονίζει πανηγυρικά ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Ο Κύριος και Θεός του Ουρανού καταδέχεται και τοποθετείται στην φάτνη, που είναι η εστία των άλογων ζώων, ώστε και τα άλογα να γευθούν την λογική τροφή και να γίνουν έλλογα, κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης. Όντας ι Κύριος πλούσιος και έχοντα εξουσία πάνω στα πάντα, ταπεινώνεται και εκμηδενίζεται για χάρη μας, για να πλουτίσουμε εμείς και να βασιλεύουμε στη Βασιλεία Του. Αν και ο ίδιος είναι Άκτιστος, Κτίστης και Δημιουργός του σύμπαντος και επιπλέον Άυλος και Ασώματος, περιβλήθηκε σάρκα και σώμα για να χαρίσει στα σώματα την αθανασία και να κατακτήσει τον άνθρωπο υιό του Θεού και κοινωνό της Θείας Του δόξας.
Ο σκοπός λοιπόν της θείας ενανθρωπήσεως, δεν είναι άλλος, παρά η σωτηρία και η ανακαίνιση του ανθρώπου. Αν δεν υπήρχε ανάγκη να σωθεί ο άνθρωπος, δεν θα γινόταν ο Θεός άνθρωπος. Ο ίδιος λοιπόν ο Θεός πάσχει μαζί μας και πτωχεύει με τη σάρκωση Του, για να πλουτίσουμε εμείς τη δική του πτώχεια.
Η «εν Χριστώ οικονομία εγκαινιάζει μια νέα κατάσταση και δημιουργεί την απαρχή της καινούριας ζωής. Αυτή εικονίζεται ήδη στην Εκκλησία, ιδιαίτερα στη Θεία Ευχαριστία, αλλά θα φανερωθεί τελικά στη Βασιλεία του Θεού. Με την έλευση του Χριστού, η φθορά και ο θάνατος μεταμορφώνεται σε αφθαρσία και ζωή. Ο Νόμος γίνεται Λόγος, πρόσωπο, υπόσταση και προκαλεί τον άνθρωπο να καταστεί μέτοχος της θείας ζωής.
Τα Χριστούγεννα πανηγυρίζονται ως «σωτηρία του κόσμου, η γενέθλια ημέρα της ανθρωπότητας, η κοινή εορτή ολάκερης της κτίσεως» κατά τον ιλαρό ιεράρχη της Καισαρείας Μέγα Βασίλειο12, «Σήμερον γεννάται εκ Παρθένου, ο δρακί την πάσαν έχων κτίσιν». Ο Θεός δηλαδή, σε μια αγιαστική απλωτική τροχιά και κίνηση προς την «σύμπασα κτίση» κατέρχεται. Ακολούθως, δεσπόζει το θαύμα της Παρθενικής μητρότητος, θεία απάντηση στο «γένοιτο» της Θεοτόκου, που υπήρξε ο ανθρώπινος όρος της ενσαρκώσεως με την ανέκφραστη συνάφεια· το δημιούργημα γεννά τον ίδιο του τον Δημιουργό, με τρόπο άρρητο και ανέκφραστο, καθ’ότι «Παρθένος τίκτει και μετά τον τόκον, πάλι μένει Παρθένος». Και ο Παύλος Ευδοκίμωφ συμπληρώνει: « Είναι εμφανής ο σκοπός της θείας φιλανθρωπίας· η θεοποίηση του ανθρώπου. Έτσι η ορθόδοξη ανθρωπολογία δεν είναι ηθική, αλλα οντολογική, είναι οντολογία της θεώσεως. Δεν εκφράζεται με την κατάκτηση του κόσμου τούτου αλλά με την «αρπαγήν της βασιλείας του Θεού», την εσωτερική μεταμόρφωση του κόσμου σε βασιλεία και προοδευτική φώτιση του με τις θείες ενέργειες»13.
Συνειδητοποιούμε λοιπόν την ύψιστη ευεργεσία; Ζούμε και απολαμβάνουμε το πλήρωμα της χαράς; Της χαράς που κομίζει ο ερχομός του θείου Βρέφους στην γη και τη καρδία μας; Αν ναι, τότε η γέννηση Του θα είναι η αναγέννση μας. Τέτοια Χριστούγεννα αξίζει να εορτάσουμε . Χριστούγεννα που μένουν, που διαρκούν για πάντα, που εξαγιάζουν ολόκληρη τη ζωή μας. Χριστούγεννα διαρκείας μαζί με τον Χριστό που ήρθε ανάμεσα μας.
Στο νου μου έρχονται όσα έξοχα παρατηρεί και καταθέτει ο άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος: «Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν και υιός θεού εδόθη ημίν, οθ η αρχή επί του ομοίου αυτού… και καλείται μεγάλης βουλής άγγελος. Και άγγελος μεν λέγεται επειδή φέρει από τον Θεόν και Πατέρα Ευαγγέλια καταλλακτήρια, και δια του Θείου Βαπτίσματος υιοθεσίας αλεξίτηρια, και της φύσεως μας από την πονηράν δουλείαν απαλλακτήρια και του διαβόλου ασυμπαθώς φυγαδευτήρια, και της τυραννίδος των δαιμόνων δεσμωτήρια και πολυχρονίων νεκρών εξαναστήρια και μυστηρίων νέων και μεγάλων παραδοτήρια, και όχι μόνον αυτά, αλλά και βασιλείας Ουρανών υποσχετήρια και για όσους εβίωσαν καλώς, αθανάτου κληρονομίας αποδοτήρια»14.
Πράγματι! «Χριστός γεννάται, την πριν πεσούσαν, αναστήσων εικόνα».
Παραπομπές
1.Εφεσ. 5,1.
2. Β΄ Πετρ., 1,4.
3. Πόποβιτς Ιουστίνου, Αρχιμανδρίτου, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, εκδ. Αστήρ, Αθήναι 1970, σελ 153.
4. Ιωάν. Α΄ ,5.
5. Κολ. 1, 15 και Β’ Κορ. 4, 4.
6. Πρβλ., Καντιώτου Αυγουστίνου, (πρώην Μητροπολίτου Φλωρίνης), Χριστούγεννα, εκδ. Σταυρός, Αθήναι 1955.
7. Πρβλ., Α΄ Κορ. 15, 45-49.
8. Γαλ. 4, 4.
9. Αγίου Ιώαννου Δαμασκηνού, Αυτή που εγέννησεν από τα σπλάχνα της Θεόν με σάρκα, περιοδ. Πειραϊκή Εκκλησία, 2011, τεύχος 232, σελ 29-31.
10. Ιωάν., στ΄ 50-51, 58.
11. Hopko Thomas, πρεσβυτέρου, Χειμωνιάτικη Πασχαλιά, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1994, σελ. 145.
12.Πρβλ., Φραγκόπουλου Αθανάσιου, Το Δωδεκαήμερον, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθήναι 1976.
13. Ευδοκίμωφ Παύλου, Η Ορθοδοξία, εκδ. Βας. Ρηγοπούλου, Αθήνα 1972, σελ126.
14. Πρβλ., Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου, Ότι παιδίον εγενληθη ημίν, περ. «Πειραϊκή Εκκλησία», 2011, τεύχος 232, σελ 41-43.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου