ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΕΣ ΕΚΠΟΜΠΕΣ "ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΑ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ"

Τρίτη 29 Ιουλίου 2014

Η Αγία Φιλοθέη (19 Φεβρουαρίου)

Ο ΄Αγιος Μελέτιος (12 Φεβρουαρίου)

Ο ΄Αγιος Πολύευκτος (5 Φεβρουαρίου)

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Στην Ιερά Μονή των Ιβήρων



Υπό Δημητρίου Π. Λυκούδη,
Θεολόγου – Φιλολόγου, Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών


«Πλησιάζει το δεκαπενταύγουστο. Καντηλέρια και μανουάλια γυαλίζονται. Καντήλια ανεβοκατεβαίνουν. Καλόγεροι, μετέωροι σε σκάλες, συγυρίζουν τα εξαρτήματα και τ΄ αφιερώματα. Κελλιώτες και ασκητές ετοιμάζουν τα φτωχά τους χειροτεχνήματα για το πανηγύρι των Ιβήρων. Έφθασα στη μονή των Ιβήρων το βράδι κατάκοπος»[Παπαντωνίου Ζαχαρία, Άγιον Όρος, Εστία, Αθήνα 1997, σελ. 35]. Εδώ διστάζω να συνεχίσω! Δέον και πρέπον να επιστρατεύσω την όλη όση δεξιοτεχνία ενκρύπτει η γνωστική μου διάκριση, να επιδαψαλεύσω την καλύτερη από τις γραφίδες μου για να καταθέσω μικρό θυμιατήρι, αναφορά ευπρόσδεκτη να κάμνω στην Κυρία Θεοτόκο και στο περιφρούρητο ιερό της καθίδρυμα, στην ιερά μονή των Ιβήρων, στον Αγιώνυμο και θεοπρόβλητο Άθωνα.Φθάσαμε στην ιερά μονή των Ιβήρων τον Ιούλιο του 1997.

Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

Χριστούγεννα Χριστού




Υπό Δημητρίου Π. Λυκούδη,
Θεολόγου – Φιλολόγου, Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών


     Χριστούγεννα! Προετοιμασία, συνεστιάσεις και ξέφρενες διασκεδάσεις! Γέμισε ο κόσμος φώτα, πλημμύρισε το σκοτάδι. Το άκουσες; Ναι, πράγματι! Τόσο φως και όμως τόσο σκοτάδι. «Φως, περισσότερο φως…..» ψέλλισε ο Γκαίτε πριν ξεψυχήσει, ένα βροχερό πρωϊνό του 1832, σ’ ένα αρχοντικό της Βαϊμάρης.
 Πλησιάζουν Χριστούγεννα. Φέτος αποφάσισα ν’ αφήσω τις φυλλάδες μου, ν’ ανασκουμπωθώ, να βγω στους δρόμους, να ψάξω, ν’ αναζητήσω τα Χριστούγεννα γύρω μου. Κόσμος βιαστικός, σκυθρωπός, αδέκαστος και φειδωλός στα φιλάνθρωπα βλέμματα. «Περί φθοράς ανθρώπων», έγραφε ο περιπατητικός φιλόσοφος Δικαίαρχος τον Δ΄ αιώνα π.Χ., όμοια και αυτός μ’ εμένα, αναζητούσε Χριστούγεννα.
      Το άκουσες; Είναι ελεημοσύνη η αγαθή προαίρεση. Η αγαθή προδιάθεση, το ζεστό αγκάλιασμα πονεμένων οφθαλμών. Χριστούγεννα άλλωστε! Φέτος αποφάσισα ν’ ανασκουμπωθώ, να περιπλανηθώ στους δρόμους, να ρωτήσω και να αναρωτηθώ…
     Με τρομάζει το πλήθος που βιάζεται. Δεν αναζητώ Χριστούγεννα χωρίς Χριστό. Με αναπαύει η παρουσία της εικόνας Του. Είναι ουτοπική η σκέψη του Γοργία του Λεοντίνου, του μεγάλου σοφιστή και ρήτορα της αρχαιότητας, που δίδασκε ότι δεν υπάρχει αλήθεια ή ότι αν υπάρχει δεν μπορεί ο άνθρωπος να τη μεταδώσει.
    Χριστούγεννα διαρκείας σημαίνει σταθερός προσανατολισμός, αναζήτηση της ελπίδας και της αλήθειας στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, ο οποίος ως «Ήλιος της Δικαιοσύνης ανέτειλε τω κόσμω.»
     Περιπλανιέμαι ανάμεσα στο πλήθος. Με συνεπαίρνει ο άτακτος και αφιλόξενος βηματισμός. Τόσα πρόσωπα! Τόσοι ουρανοπολίτες! Εδώ δε χρειάζεται θέμιστες και τυπολογικές- κανονιστικές διατάξεις. Δεν στο είπα; Είναι ελεημοσύνη η αγαθή προδιάθεση, ένα γλυκό μειδίαμα, απόρροια της πονεμένης συνοδοιπορίας μας...
     Φέτος αποφάσισα ν’ ανασκουμπωθώ. Να εορτάσω αληθινά Χριστούγεννα, μεστά θείας θαλπωρής και συγκατάβασης. Και αν δεν κατάλαβες αληθινά Χριστούγεννα τι σημαίνουν, συντόνισε το δικό σου «παντοπόρο άπορο» βηματισμό μέσα στ
ο άτακτο και βιαστικό πλήθος…!

Η σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού ήταν εμπροϋπόθετη.




Υπό Δημητρίου Π. Λυκούδη,
Θεολόγου – Φιλολόγου, Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών




Διαβάζουμε στο Σύμβολο της Πίστεως: «Τον δι΄ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα εκ των ουρανών...» Η σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού ήταν εμπροϋπόθετη.
Η πλειονότητα των Πατέρων τονίζουν ότι αν ο άνθρωπος δεν αμάρτανε, δεν θα υπήρχε αναμφισβήτητα λόγος της θείας ενανθρωπήσεως. Στον αντίποδα αυτού, η άποψη που αναδύθηκε στην αρχαία εκκλησία, περιορισμένα βέβαια, για απροϋπόθετη σάρκωση του Θείου Λόγου είναι εσφαλμένη.

Η θεοφάνεια των λέξεων και η ανθρωποφάνεια του μύθου



Υπό Δημητρίου Π. Λυκούδη,
Θεολόγου – Φιλολόγου, Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών

«Χαρά στο νέο που θαρρεί πως έχει χρέος να ξαναδημιουργήσει τον κόσμο. Να τον κάμει πιο σύμφωνο με την αρετή και τη δικαιοσύνη, πιο σύμφωνο με την καρδιά του. Αλίμονο σε όποιον αρχίζει τη ζωή του χωρίς παραφροσύνη»[1]. Τα πλέον αγαπημένα μου κείμενα τα έγραψα βράδυ. Όχι μόνο γιατί με αναπαύει η απουσία του αλαλάζοντος όχλου, αλλά κυρίως επειδή φοβάμαι τον αλαλάζοντα εαυτό μου που δυσανασχετεί με τόσο όχλο γύρω του. Και είναι αλήθεια σήμερα, ετούτος ο όχλος ποτέ δεν εκφραζόταν με τόσο ρηχά και αβαθή συναισθήματα, με τόσο πρόσκαιρα και σκιερά στην παραφροσύνη. «Δεν ήμουν ποτέ μισάνθρωπος. Αγαπούσα πάντα τους ανθρώπους , μα από μακριά»[2].

Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

Η Ορθόδοξη υπέρβαση της συκοφαντίας

Κιμιντένια Παράπληκτα


Υπό Δημητρίου Π. Λυκούδη
Θεολόγου – Φιλολόγου, Υπ Δρος Παν/μίου Αθηνών

  Τα προσωπικά μου Κιμιντένια1 αναδύονταν καθ΄ εκάστην που ανασκάλευα τα  θυλάκια της μνήμης μου και πορευόμουν στην απεραντοσύνη της Θείας Αγάπης , αναζητώντας διαπύρως και διακαώς επαρωγόν να προσδώσει ευμενώς παραμυθία και χώρο στην ερημοσύνη των περιπλανήσεών μου. «Ἔξερρε γαίας»  αφουγκραζόμουν επάνωθεν την  προτροπή και ως άλλος Στέντορας2 αναζητούσα το γνώμα , τη βεβαιότητα , το γλύφανον να σμιλεύσω και ν΄ απεμπολήσω τη θωπεία και τα κοράσια του Αχελώου και της Καλλιόπης3 που μου ψιθύριζαν «Οὔπω καιρός».

Προσδοκῶ Aνάστασιν νεκρῶν




Υπό Δημητρίου Π. Λυκούδη
Θεολόγου – Φιλολόγου, Υπ Δρος Παν/μίου Αθηνών

Η αθανασία της ψυχής αποτελεί βασική θρησκευτική δοξασία με βαρύνουσα δογματική και εσχατολογική αναγωγή. Η πίστη δηλαδή, ότι η ζωή συνεχίζεται μετά το θάνατο είναι κοινή - στο βασικό πυρήνα της - σε πολλά θρησκεύματα, ανάλογα βέβαια με τις κατά τόπους πολιτιστικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες[1] . Στην παρούσα φάση, το ενδιαφέρον μας εστιάζεται στην Ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία της Ανατολικής Εκκλησίας και στην ποικιλία των θέσεων και αληθειών που υϊοθετούν οι Πατέρες της Εκκλησίας, που κυμαίνονται και διανθίζουν τόσο την αλληλοσυμπλήρωση και ¨ιδιοθεσία¨ των όρων ¨αθανασία – ανάσταση¨ όσο και τη συγκαταβατική παραλληλία μεταξύ τους[2].

Ο ΄Ηλιος της Δικαιοσύνης




Υπό Δημητρίου Π. Λυκούδη
Θεολόγου – Φιλολόγου, Υπ Δρος Παν/μίου Αθηνών

      Η Γέννηση του Θεανθρώπου δεν αποτελεί ένα τυχαίο ορόσημο στο χωροχρονικό πλαίσιο του πλανήτη. Είναι ένα σωτηριολογικό  γεγονός, θεανθρώπινο και αποτελεί την αφετηριακή συνοριογραμμή, το χρονικό διάμεσο της ιστορίας που χωρίζει τους αιώνες σε προχριστιανικούς και χριστιανικούς.Οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, αρκετούς αιώνες πριν, προφητεύουν με θαυμαστή  ακρίβεια τον χρόνο, τον τόπο, καθώς και διάφορα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γύρω από το σπήλαιο της Γεννήσεως, μεταξύ αυτών οι Προφήτες Δανιήλ, Μιχαίας (900χρόνια πριν), Ησαϊας (600) και Αββακούμ. Και  «ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου. Ο Θεός γίνεται άνθρωπος για να γίνει  ο άνθρωπος Θεός. «Ὁ Θεὸς ἦρθε στὴ γῆ. Καὶ ποιὸς δὲν θὰ γίνει οὐράνιος;», θα τονίσει ο άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος.

Γη Αιτωλική, γη του τόπου μου




Υπό Δημητρίου Π. Λυκούδη
Θεολόγου – Φιλολόγου, Υπ Δρος Παν/μίου Αθηνών

       Πολλές φορές αντίκρισα θλιμμένα και μελαγχολικά το λυκόφως απ’ τα γεφύρια του Αιτωλικού και ακόμη περισσότερες απέπεμψα το νου μου, τον αποδέσμευσα να εμβαθύνει στη νοσταλγική αύρα αλλοτινών θυμησών και σκέψεων, πάντοτε υπό την κυριαρχία της ακόρεστης δίψας του πνεύματός μου· δίψας ασίγαστης να συμπορευθώ και να βηματίσω ξανά στα γραφικά βαθυκόκκινα από το σούρουπο σοκάκια του, ν’ αγγίξω την ανάλαφρη ανάδυση του χωροχρόνου και να ζωντανέψω τις στιγμές, τον παιδικό απόηχο από τις γειτονιές που μεγάλωσε και ανδρώθηκε ο μακαριστός πατέρας μου, Παντελεήμων Λυκούδης.

Η Ευλογία του Ιορδάνου




 
Υπό Δημητρίου Π. Λυκούδη
Θεολόγου – Φιλολόγου, Υπ Δρος Παν/μίου Αθηνών

   Η Άκρα Ταπείνωση! Ο Θεός των όλων καταδέχεται να βαπτισθεί στον Ιορδάνη ποταμό[1] για να «ποτίσει» τον άνθρωπο με «τὰ νάματα τῆς ἀφθαρσίας».[2] Εγγίζει η απολύτρωση πάντων ορατών και αοράτων και συγχορεύει Ουρανός και γη και το επίγειο μετά του επουρανίου στερεώματος. Η τελεία και ασύλληπτη δια της ανθρωπίνης αντιληπτικής και διανοητικής ικανότητας, θεία συγκατάβαση του Θεανθρώπου Κυρίου Ιησού Χριστού. Ο Κύριος της Δόξης καταδέχεται και κενούται, χαρίζοντας στην Εκκλησία και στους πιστούς, μέσω της θείας Αυτού Βαπτίσεως υπό του Ιωάννου του Προδρόμου, το «ἐπίγειον φαινόμενον» και χαριτώνει βαπτιστικά και αγιαστικά τον άνθρωπο. Τον μεταμορφώνει πνευματοφόρα, παρέχοντας σε αυτόν «τὸ νοούμενον ὑπὲρ τοὺς οὐρανούς», κυρίως δε δια της υιοθεσίας παρέχει τον τύπο του βαπτίσματος και προσκαλεί κάθε πιστό να αποκηρύξει τη δυσωδία της αμαρτίας και να καταπνίξει την άλογη φιλαυτία του στο «λουτρὸ τῆς παλιγγενεσίας», το οποίο και προτάσσεται ως «ἁμαρτημάτων λυτήριον, νοσημάτων ἀλεξιτήριον καὶ δαίμοσιν ὀλέθριον».

Μια φορά και έναν καιρό...






Υπό Δημητρίου Π. Λυκούδη
Θεολόγου – Φιλολόγου, Υπ Δρος Παν/μίου Αθηνών



       Μια φορά και έναν καιρό, στα χρόνια εκείνα τα παλιά, στα χρόνια που πέρασαν και είναι τα μόνα που έρχονται και ξαναέρχονται κάθε χρόνο μπροστά μας, θαρρώ κοντά τέτοιες μέρες ήταν, μεγάλο τσακωμό έστησαν ο χώρος και ο χρόνος μεταξύ τους. Έριδα και τσακωμός μεγάλος γιατί ακούστηκε ότι επρόκειτο να γεννηθεί ο Σωτήρας Χριστός, ο Λυτρωτής του κόσμου. Αντιμάχονται τα πρωτεία, το πνευματικό προβάδισμα, το δικαίωμα στην αυτόκλητη ευλογία και χάρη του Θείου Βρέφους, το δικαίωμα να χαράξουν τ΄όνομά τους ανεξίτηλα στο διάβα των αιώνων ότι αυτοί αξιώθηκαν πρώτοι να υποδεχθούν τον μικρό Ιησού.

Ο Μέγας Αντώνιος



Απόσπασμα από το βιβλίο 
του Δημητρίου Π. Λυκούδη  με τίτλο 
"Βίος αβίωτος" που κυκλοφορεί σε όλα τα χριστιανικά βιβλιοπωλεία, καθώς και 
από τις Εκδόσεις ΕΠΙΡΡΩΣΗ, ΕΔΩ!


  Είναι στιγμές που ο λόγος μοιάζει φτωχός και απέριττος, αδαήμων και ανακόλουθος. Είναι στιγμές που όσο και αν αντιστέκεσαι στην αγερωχία και στην φιλαυτία σου, αναγνωρίζεις έστω και πρόσκαιρα, την αδυναμία σου να καταπιαστείς με θέματα δύσκολα, με θέματα θεολογικά και αγιολογικά, μέσα από τα οποία αναδύεται το περίσσευμα της αγαπητικής κένωσης των αγίων και εξαίρεται η ευθύπορη και άδολη θυσιαστική τους διακονία. Έτσι αισθάνομαι την ώρα αυτή, τώρα που ξεκίνησα να γράφω για τον διάπυρο μαχητή της Ερήμου, τώρα που ξεκίνησα να περάσω στο χαρτί όσα ανείπωτα και ανέκφραστα ενοποιεί και συγκεντρώνει στο πάνσεπτο πρόσωπό του ο αββάς και καθηγητής του μοναχισμού, ο Όσιος Αντώνιος ο Μέγας.
  Ο Άγιος Αντώνιος γεννήθηκε γύρω στα 251 μ.Χ. στην περιοχή της Άνω Αιγύπτου, από γονείς θεοφιλείς και ευσεβείς[1], που μεγάλωσαν το παιδί τους χριστιανικά και φρόντισαν να του εμφυσήσουν την αγάπη προς τον Θεό και την κοινοτική λειτουργική συνοχή και συνύπαρξη μετά των άλλων ανθρώπων. Έφθασαν δε οι γονείς στο σημείο, να στερήσουν στον μικρό Αντώνιο το δικαίωμα στη μάθηση, φοβούμενοι ότι η συναναστροφή του στο σχολείο με άλλους συνομήλικους ειδωλολάτρες  θα αποτελούσε  εμπόδιο και πρόσκομμα στην πνευματική του πορεία και εξέλιξη. Αποτέλεσμα αυτής της απαγόρευσης ήταν ο Αντώνιος να μην εγκολπωθεί την εγκύκλια μόρφωση της εποχής του, γεγονός που κάθε άλλο παρά αρνητικά επηρέασε και επέδρασε στην αγιαστική βιωτή του, ως θα αναπτύξουμε αργότερα.                 
  Σε ηλικία 18-20 ετών ο Αντώνιος έχασε και τους δύο γονείς του και έμεινε με την αδελφή του, την οποία αγαπούσε και σεβόταν ιδιαιτέρως. Όμως αυτή η αδελφική αγάπη δεν εμπόδισε τον Αντώνιο να πραγματοποιήσει την παιδική του επιθυμία, να καλλιεργήσει τη μοναχική κλίση και ροπή και να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο Νυμφίο της καρδιάς του Κύριο Ιησού Χριστό. Με προτροπή του καινοδιαθηκικού λόγου περί αυταπαρνήσεως[2], ο Αντώνιος μοιράζει την τεράστια ακίνητη περιουσία του στους πτωχούς και αφού αποκαθιστά με εμπιστοσύνη και φροντίδα την αδελφή του, αποσύρεται σε μοναχικό κελί για να αγωνιστεί μόνος με τον Θεό και να αφιερωθεί στην αγαπημένη και προσφιλή του άσκηση. Γρήγορα η φήμη του ανδρός διαδόθηκε και ξεπ έρασε τα γεωγραφικά όρια της Αιγύπτου, με αποτέλεσμα να εξελιχθεί σε πνευματικό φάρο, σε αγιασμένη κοιτίδα του μοναχισμού και σιωπηλά να οριοθετήσει τα αναχωρητικά γυμνάσματα, θέτοντας τις βάσεις της μοναχικής άσκησης πάνω στον διττό πυλώνα της ταπεινώσεως και της ασκητικής μόνωσης[3]. Υπέρμετρη νηστεία, αέναος προσευχή, εξαντλητική αγρυπνία, υπεράνθρωπη άσκηση και σκληραγωγία κατέστησαν τον Αντώνιο «άγγελο» επί της γης και παρακίνησαν κάθε φιλέρημη ψυχή να τον ακολουθήσει και να διδαχθεί από το ερημικό του ήθος και την ανεπιτήδευτη μοναχική του πολιτεία. «Ἐπήγαιναν ἐρημῖται, ποὺ εὕρισκον ἀνεκτίμητον τὴν συναναστροφήν του καὶ σωφοτάτας καὶ μοναδικὰς τὰς συμβουλὰς καὶ τὰς ὁδηγίας του. Τοῦ ἤρχοντο καὶ ὁμάδες εὐσεβοῦντος λαοῦ καὶ ἁμαρτωλοί, ποὺ ἐζητοῦσαν νὰ τοὺς ἐνισχύση εἰς τὴν μετάνοιάν των. Τὰ ἔτη περνοῦσαν, τὰ ἡσυχαστήρια ἄλλαζαν, ὅλον καὶ βαθύτερα εἰς τὴν ἔρημον, καὶ αἱ συρροαὶ ἐξακολουθοῦσαν. Ἐγίνοντο πρὸς τοῦτο ταξίδια ὁλοκλήρων ἡμερῶν. Πρὸς τὸ γῆρας του δὲ ἡ φήμη του καὶ ἡ ἐπιρροή του ἦτο παμμεγίστη».[4] 
 Όταν δε οι τοπικές περιστάσεις φάνταζαν συγκεχημένες , ο Αντώνιος χωρίς να διστάσει, άφησε προς στιγμήν το αναχωρητήριό του και έσπευσε στην Αλεξάνδρεια, στα 311 επί αυτοκρατορίας Μαξιμίνου, καθώς και στα 335 μαζί με τον βιογράφο του Μέγα Αθανάσιο, για να στηρίξει τους χριστιανούς και να διατρανώσει την Ορθόδοξη πίστη που ταλανιζόταν από την αίρεση του Αρειανισμού[5]. Σε ηλικία πλέον των 105 ετών, ο Αντώνιος παρέδωσε την αγιασμένη του ψυχή και άφησε ως παρακαταθήκη της οσιακής του μορφής τις αγαθοποιές διδαχές του, αναφορικά με την προσπάθεια του ανθρώπου ν΄αγγίξει τη θέωση, να γευθεί δηλαδή την οικείωση της θείας εμπειρίας μέσω της Αποκάλυψης.     

  Ο Όσιος Αντώνιος συμβουλεύει καθέναν χριστιανό να απέχει από του πάθους της οργής, διότι αυτό καθαυτό το πάθος εδράζεται στον εγωϊσμό και στην αυταρέσκεια, ακόμη και αν προέρχεται από αγαθά κίνητρα και αγαστή προαίρεση[6]. Επιπλέον, εξαίρει τη μνήμη θανάτου που προφυλάσσει την ψυχή και την παρακινεί αδιαλείπτως προς ενεργοποίηση των αρετών, δίνοντας έμφαση και τονίζοντας την πρόγευση της Αιωνιότητας από την παρούσα ζωή μέσω της οντολογικής κοινωνίας με τον Σωτήρα και Λυτρωτή Κύριο Ιησού Χριστό[7]. Ιδιαίτερη αναφορά κάνει στην υψοποιό και μακαρία ταπείνωση: «Ἕνας μοναχὸς ἐπαινέθη ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς εἰς τὸν Ἀββάν Ἀντώνιον, ὁ δὲ ὅταν ἐκεῖνος τὸν ἐπεσκέφθη, τὸν ἐδοκίμασεν ἄν ὑπομένη περιφρόνησιν. Καὶ ὡς ηὗρεν ὅτι δὲν σηκώνει, τοῦ εἶπεν: «Ὁμοιάζεις μὲ χωρίον, τὸ ὁποῖον ἀπὸ μπροστά εἶναι στολισμένον, ἀπὸ δὲ τὸ πίσω μέρος ἁρπάζεται ἀπὸ ληστάς».[8] Η ασκητική ζωή του ιλαρού πατρός στηρίζεται στην έμπονη καρδιακή και άοκνη προσευχή και διανθίζεται με τη θεόσδοτη χάρη της διακρίσεως, γεγονός που σηματοδοτεί την αγιασμένη και χαριτωμένη συμπόρευση τύπου και ουσίας και ¨μεταμορφώνει¨ τόσο τον ίδιο αλλά και όσους συναναστρέφονται μαζί του.
 Η έννοια της ελευθερίας με την ασκητική της ιδιότητα, ως σταυρώνουσα έκφραση της ορθοπραξίας και της μέθεξης, κυριαρχεί στη διδασκαλία του θεοφόρου γέροντα. Ελευθερία σημαίνει κυριαρχία επί του σώματος, περιφρούρηση των λογισμών, οριοθέτηση και χάραξη των αισθητών, ενθύμηση και ¨συμμετοχή¨ στους πόνους και στα πάθη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, με καθαρή συνείδηση και αδέσμευτη προαίρεση, με σκοπό ο πιστός να καταστεί ¨συγκοινωνός¨ των παθημάτων του Θεανθρώπου[9]. Στην περίπτωση αυτή , η ζωή του πιστού αποκτά αληθινά εμπειρικό και βιωματικό περιεχόμενο, γεγονός άλλωστε που αποτελεί και το ποθούμενο χάρισμα της θεώσεώς του και κατά χάριν ενώσεώς του με την Παναγία και Αδιαίρετη Τριάδα. Επιπλέον, η εγκράτεια και η νήψη[10], η απόλυτη αποταγή του κοσμικού φρονήματος και η συγκέντρωση του νου[11], η σταθερότητα και η ευθυωρία της αγωνιστικής προδιάθεσης, αναδεικνύουν τον ¨άνθρωπο του Θεού¨[12] και σταθερά οδηγούν τον πιστό στην πορεία της καθάρσεως και του φωτισμού.   Η Αγία μας Εκκλησία εορτάζει και πανηγυρίζει την κοίμηση του Οσίου Αντωνίου του Μεγάλου και καθηγητού της Ερήμου την 17η Ιανουαρίου εκάστου έτους. Ο Όσιος Αντώνιος! Ο αββάς και ποιμένας , ο απλανής οδηγός , ο φλογερός κήρυξ της χάριτος, ο νικητής των δαιμόνων, το μοναχικό αγλάϊσμα και ο έκπλεος θησαυρός της Ορθοδοξίας.  Δεν έχω θαρρώ, δε βρήκα άλλα λόγια για να κλείνω αυτό το σύντομο άρθρο μου, παρά τα κάτωθι: «Ἔλεγαν ὅτι ἕνας γέρων παρεκάλεσε τὸν Θεὸν νὰ ἴδη τοὺς πατέρας. Καὶ τοὺς εἶδεν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἀββάν Ἀντώνιον. Λέγει λοιπὸν εἰς αὐτὸν ὁποὺ τοῦ ἔδειχνε: «Ποῦ εἶναι ὁ Ἀββάς Ἀντώνιος; Ἐκεῖνος δὲ τοῦ εἶπεν: «Εἰς τὸν τόπον ὅπου εἶναι ὁ Θεός, ἐκεῖ εἶναι».[13]      




[1] Σχετικά με τον βίο και τη ζωή του Μεγάλου Αντωνίου βλ., Γαλανού Μιχαήλ, Οι βίοι των Αγίων, τόμος 1ος, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθῆναι 1999, σελ. 66-70, Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των Δώδεκα μηνών του Ενιαυτού, τόμος 1ος, ΑΘΗΝΗΣΙ 1868, σελ. 385, Μεγάλου Αθανασίου, Βίος και Πολιτεία του Οσίου Πατρός ἡμῶν Αντωνίου του Μεγάλου.
[2] Πρβλ., Ματθ.,19,21.
[3] Historia monachorum in Aegypto (Subsidia Hagiographia 34), εκδ. A. J. Festugiere, Bruxelles 1961.
[4] Γαλανού Μ., Οι βίοι των Αγίων, σελ. 69.
[5] Πρβλ.,Φλωρόφσκυ Γεωργίου, Οι Βυζαντινοί Ασκητικοί και Πνευματικοί Πατέρες (μτφρ. Παναγιώτη Κ. Πάλλη), εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992, κυρίως το κεφ. ¨Ιστορία του Μοναχισμού, ο Άγιος Αντώνιος και η αναχωρητική ζωή¨, σελ. 166-189. 
[6] Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, τόμος 1ος, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1982, σελ. 13, ξθ΄.
[7] Αυτόθι, σελ. 15, π΄, πα΄ και πβ΄. [8] Το Γεροντικόν, εκδ. Απόστολος Βαρνάβας, Αθῆναι 1967, σελ. 10, πρβλ., Φιλοκαλία, σελ. 4, γ΄, σελ. 14, οε΄    και σελ. 26-27, ρο΄. «Επεσκέφθηκαν κάποτε μερικοί γέροντες τον Αββάν Αντώνιον και ήτο ο Αββάς Ιωσήφ μαζί του. Και θέλων ο γέρων να τους δοκιμάση, επρόβαλεν ένα ρητόν της Αγίας Γραφής, και άρχισε να ερωτά από τους μικροτέρους, τί σημασίαν έχει το ρητόν τούτο. Και καθένας έλεγε κατά την δύναμίν του. Ο δε γέρων έλεγε εις τον καθένα ¨ακόμη δεν ηύρες¨. Ύστερα από όλους, λέγει εις τον Αββάν Ιωσήφ: ¨Συ πώς λέγεις εις τον λόγον αυτόν;¨ Και αποκρίνεται εκείνος: ¨Δεν ηξεύρω¨. Λέγει λοιπόν ο Αββάς Αντώνιος: ¨Εξάπαντος ο Αββάς Ιωσήφ ηύρε τον δρόμον, διότι είπε δεν ηξεύρω¨», Αυτόθι, σελ. 10.
[9] Πρβλ., Φιλοκαλία των Ι.Ν., σελ. 11, νς΄, σελ. 12, ξβ΄, σελ. 13, ξε΄, ξς ΄, ξζ΄ και σελ. 16, πθ΄
[10] Αυτόθι, σελ. 4, γ΄, σελ. 13, ξδ΄, σελ. 16, πς΄, πζ΄, σελ. 21, ρκθ΄ και σελ. 23, ρμβ΄.
[11] Αυτόθι, σελ. 23, ρμγ΄, σελ. 10, μγ΄, σελ. 15, οθ΄, πρβλ., Το Γεροντικόν, σελ. 14, 31.
[12] «Τρεις πατέρες είχαν συνήθεια κάθε χρόνον να πηγαίνουν εις τον μακάριον Αντώνιον. Και οι μεν δύο ερωτούσαν αυτόν περί των λογισμών και περί σωτηρίας ψυχής, ο δε ένας εσιώπα πάντοτε χωρίς να ερωτά τίποτε. Μετά δε πολύν καιρόν, του λέγει ο Αββάς Αντώνιος: ¨Τόσον καιρόν έχεις όπου έρχεσαι εδώ και δεν με ερωτάς τίποτε¨. Και αποκριθείς του είπε: ¨Μου αρκεί μόνον να σε βλέπω πάτερ¨», Το Γεροντικόν, σελ. 13, 27.
[13] Αυτόθι, σελ. 13, 28.

Τὴ Θεοτόκω ἐκτενῶς νῦν προσδράμωμεν



           
Αποτέλεσμα εικόνας για κοιμηση θεοτοκου


Υπό Δημητρίου Π. Λυκούδη
Θεολόγου – Φιλολόγου, Υπ Δρος Παν/μίου Αθηνών


   Αθρόως συρρέουν οι πιστοί εις τους ιερούς ναούς κατά την περιλάλητην και πανευφρόσυνην ημέραν της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Σπεύδουν να καταθέσουν το περίσσευμα της καρδιάς τους, την ανεκλάλητην χαράν και τον προσήκοντα ιερό σεβασμό στο πρόσωπο της κυρίας Θεοτόκου, στην Παναγία Μητέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

Γεθσημανή τῷ χωρίω

Αποτέλεσμα εικόνας για κοιμηση θεοτοκου
  Υπό Δημητρίου Π. Λυκούδη Θεολόγου – Φιλολόγου,
ΜΑ.,ΜΑ. Θεολογίας, Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών


   Αύγουστος! Το Πάσχα του Καλοκαιριού! Περίοδος πνευματικής εγρήγορσης και περισυλλογής. Ακολουθίες Μεγάλου και Μικρού Παρακλητικού κανόνα προς την Υπεραγία Θεοτόκο, νηστεία, άσκηση, προσευχητική και εξομολογητική διάθεση των πιστών που κατακλύζουν τους ιερούς Ναούς και τους προμαχώνες της Ορθοδόξου Πίστεως μας, τις σεπτές  και Θεοφρούρητες ιερές Μονές, κατά την ένδοξη εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Όλοι μαζί, «εν ενί στόματι» ως αναπόσπαστο «Σώμα Χριστού» υμνούν και δακρύβρεχτοι ψάλλουν: «Απόστολοι εκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε· Γεθσημανή τω χωρίω κηδεύσατέ μου το σώμα».
   Η Καινή Διαθήκη δεν αναφέρει τίποτα σχετικά με την απαρχή και το τέλος του βίου της Υπεραγίας Θεοτόκου. Από την Ιερή Παράδοση της Εκκλησίας μας αντλούμε πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες η Κυρία Θεοτόκος, μετά την Ανάληψη του Σωτήρος Χριστού παρέμεινε στην πόλη της Ιερουσαλήμ, στην οικία του Ιωάννου του Ευαγγελιστού, ο οποίος συντηρούσε και την πατερική του εστία στη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας. Εκεί στην Ιερουσαλήμ η Κυρία Θεοτόκος υπήρξε το κέντρο των Αποστόλων αλλά και όλων εκείνων των γυναικών που διακονούσαν τον Κύριο και μετά την Ανάληψη του, αφοσιώθηκαν στην διακονία της εκκλησίας: « Ούτοι πάντες ήσαν προσκαρτερούντες ομοθυμαδόν τη προσευχή και τη δεήσει σύν γυναιξί και Μαρία τη μητρί του Ιησού και σύν τοίς αδελφοίς αυτού»1